Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Επιλεγμένα

Στα πόσα "όταν" έρχεται η Ευτυχία ;

 

ομιλητικό δάκρυ









Σιωπή. Ο Μητροπολιτικός ναός της Καστοριάς ήταν πλέον άδειος. Τα κεριά ακόμα αναμμένα αναθέρμαναν την μνήμη μερικών κεκοιμημένων. Ξαφνικά ακούστηκε από το ιερό ένας κρότος, ένα ράγισμα και η Αγία τράπεζα, σαν άλλος ναός του Σολομώντος, χωρίστηκε στα δυο. Και τότε λεβεντόκορμος και σφριγηλός, όπως παλιά, αναστήθηκε από τα βάθη των ψυχρών μαρμάρων ο Παύλος  Μελάς. Σιωπηλός, μα σοβαρός. Κάπως ανήσυχος και αναστατωμένος. Είχε, λένε, ακούσει πως δεν τίμησαν το χώμα της πατρίδας του. Κάποιοι ψίθυροι του είχαν φέρει τα μαντάτα πως η πολυαγαπημένη του Μακεδονία χάνεται, την κλέβουν, την ατιμάζουν, την πουλούν. Δεν κρατήθηκε, άφησε παράμερα το γιαταγάνι, που είχε πάντα στον κόρφο του, και ξεκίνησε για το « κλεινόν άστυ ».
Δεν μπορούσε να ησυχάσει. Το βήμα του ήταν πλέον γοργό, η αρβύλα βαριά. Ανυπομονούσε να φτάσει εκεί, να δει από κοντά τα γεγονότα, να ακούσει από κοντά τις τρομακτικές φήμες. Όμως, λίγο πριν βγει από την κεντρική πύλη της πόλης άκουσε μια φωνή από πίσω  να τον καλεί:  «Εε Ζέζα, για που τό ΄βαλες; ». ήταν ο Μητροπολίτης του χωριού, ο Γερμανός Καραβαγγέλης, ακόμα με το λάβαρο στο χέρι, και έτρεχε να τον προλάβει. Ο Παύλος του εξήγησε συνοπτικά και σε λίγο κινούσαν μαζί για το ίδιο μέρος με τον ίδιο σκοπό.  Στον δρόμο συνάντησαν όλους τους νεκρούς ήρωες να κοιμούνται κάτω από σκιόφιλα πλατάνια, με ένα νοτισμένο λεκέ στο στήθος από το τελευταίο βόλι που τους βρήκε. Οι περισσότεροι πρωταγωνιστές στα «μυστικά του βάλτου»… Τα ρούχα τους σκισμένα και λασπωμένα, όπως αρμόζουν άλλωστε σ’ έναν ήρωα. Όμως δεν δίστασαν. Ακούγοντας και αυτοί τα στενάχωρα μαντάτα βάλαν για πατερίτσα το τουφέκι τους και ακολούθησαν την μικρή παρέα των Μακεδονομάχων.
Από όπου και αν περνούσαν, συναντούσαν – περιμάζευαν και από κάποιο πεσόντα, κάποιο μαχόμενο, είτε στρατηγό είτε απλό στρατιώτη. Απαγχονισμένο πάνω σε μια καρυδιά βρήκαν τον Καπετάν Άγρα με τον Μίγγα, που προσπαθούσαν να λύσουν την θηλειά για να τους ακολουθήσουν.  Λίγο πιο πέρα συνάντησαν στην πορεία τους τον Ίωνα Δραγούμη, τον Καπετάν Κώττα – πάνω στο ικρίωμα με τα χέρια λυτά – τον Κορομηλά, τον Άρμεν Κούπτσιο και πάρα πολλούς άλλους. Πίσω από τον Παύλο ήταν μια θάλασσα από στρατιώτες που προχωρούσαν αγέρωχα προς την πρωτεύουσα. Στο διάβα τους η γη ακόμα ποτιζόταν με το αίμα τους. Με το ασάλευτο βλέμμα ψηλά και το κορμί αλύγιστο. Όπως πάντα άλλωστε…
Φτάσαν επιτέλους στην πόλη. Ήταν πλέον στο κέντρο της χώρας. Στο βάθος ακούγονταν φωνές. Ήδη από την Βασιλίσσης Σοφίας βλέπανε κόσμο να κυματίζει τις γαλανόλευκες και να φωνάζουν για το όνομα της περιοχής, το όνομα της Πατρίδας του. Με κόπο πλησιάσανε λίγο πιο έξω από την Βουλή των Ελλήνων. Χιλιάδες κόσμου ήταν συνωστισμένοι σε όλο το μήκος και το πλάτος της περιοχής. Από παντού τους ζύγωναν φωνές και τραγούδια για την χώρα των Μακεδόνων. Έσπρωχναν διακριτικά για να περάσουν πιο εσωτερικά του πλήθους. Άλλωστε κανείς δεν τους αναγνώριζε.
Μερικοί από την «παρέα των ηρώων» άρχισαν να ρωτάν τον κόσμο τί συμβαίνει.
-          Καλά δεν μάθατε;  φωνάζουμε γιατί  ξεπουλάν την Μακεδονία μας.
-          Ατιμώνουν το αίμα των προγόνων μας, είπε με πάθος μια γιαγιά.
-          Κλέβουν ένα όνομα που δεν τους ανήκει!
-          Οι σλαβόφωνοι σκοπιανοί θέλουν να λέγονται Μακεδόνες. Λένε πως ο Μέγας Αλέξανδρος είναι δικός τους, είπε με σθένος ένα νεαρό παλικάρι παραπέρα.
-          Κλέβουν μια ολόκληρη ιστορία και έναν πολιτισμό που δεν τους ανήκει. Το καταλαβαίνετε…
Σαν σφαίρα έπεσαν ξανά τα λόγια του κόσμου στην καρδιά του Ζέζα. Παραπάτησε, έκανε να στηριχθεί. Δεν μπορούσε να συλλάβει αυτά που άκουγε. Σαν ένας τρομακτικός εφιάλτης φάνταζε στο μυαλό του κάθε εικόνα με την Μακεδονία να παραδίνεται στα αδίστακτα χέρια ξένων «εμπόρων». Ένιωσε την πληγή στο στέρνο του να πυρώνει, τον πόνο να τον ζώνει όπως τότε…
Βρήκε όμως την δύναμη, μάζεψε δυο-τρεις λέξεις και ρώτησε:
-          Μα δεν ακούνε την βροντερή φωνή σας; Δεν αφουγκράζονται την γνώμη σας;
Και τότε ένα παιδάκι έσκυψε το κεφάλι λυπημένο και έγνεψε αρνητικά.
Δεν άντεξε. Κόντεψε να χάσει τις αισθήσεις του. Ακούμπησε σε ένα στύλο παραπέρα. Πήρε δυο ανάσες και ξανασηκώθηκε.
Προχώρησε αποκαρδιωτικά προς το Σύνταγμα. Πέρασε τον δρόμο και γονάτισε μπρος στο μνήμα του αγνώστου στρατιώτη. Πίσω του ξανά όλο το πλήθος των ηρώων που τον είχαν πιστά ακολουθήσει.
Λύγισε ο Παύλος για πρώτη φορά στην ζωή του.
Ακούμπησε το μέτωπο σε κείνο το φλογερό, από αίμα, μαρμάρινο θυσιαστήριο.
Και έκλαψε…
Δεν βούρκωσε, δεν δάκρυσε. Έκλαψε. Δεν ήταν από τα χημικά και τα δακρυγόνα. Άλλωστε είχε οσμιστεί πολύ περισσότερο καπνό και μπαρούτι, τότε. Δεν τον τρόμαζαν οι κρότοι λάμψης. Άλλωστε είχε ακούσει πολύ δυνατότερες κανονιές και βόλια κομιτατζήδων να σφυρίζουν στο αέρα, τότε…   
Όχι δεν τον φόβιζε τίποτα, μόνο έκλαιγε για την Μακεδονία του. Σαν να κλέψανε την κόρη του σε κάποιο παιδομάζωμα. Την πήραν από το χέρι και την πλάνεψαν, την έκαναν οι ξένοι δική τους. Ευχόταν να μην είχε ξυπνήσει ποτέ από εκείνα τα μάρμαρα…
Και απαρηγόρητος όπως ήταν, ένιωσε στην πλάτη κάποιος να τον σκουντά. Γύρισε αντανακλαστικά και είδε εκείνη την μορφή. Τον Μέγα Αλέξανδρο με την γυαλιστερή περήφανη πανοπλία, που μύριζε ηρωισμό, πολιτισμό και ήθος, να του γνέφει συγκαταβατικά. Σώπασε για λίγο, γονάτισε, βγάζοντας την περικεφαλαία και έκλαψε και αυτός πάνω από το μνήμα.
Κλάψανε όλοι μαζί, καταθέτοντας το πολύτιμο δάκρυ τους, σαν άλλο στεφάνι, στο μνημείο του «Αγνώστου…».
Ένα δάκρυ βαρύ…
Γιατί τόσες θυσίες, πόνος και αίμα δεν στάθηκαν αρκετά να συγκινήσουν αυτούς, που η μόνη τους αξία στηρίζεται σε μια  εύθραυστη καρέκλα.  
Γιατί 153 «ναι» επισκίασαν τόσα χιλιάδες «ΟΧΙ» που είχαν πει πριν χρόνια οι ηρωικοί πρόγονοί μας.
Γιατί μια χούφτα άνθρωποι αποφάσισαν για την μοίρα εκατομμυρίων ανθρώπων, για την μοίρα μιας ένδοξης γης,  αγνοώντας προκλητικά την ιστορία της.
Γιατί κάνανε το αίμα τόσων ηρώων μελάνι για να σχεδιάσουν περίτεχνα την υπογραφή τους πάνω στο κηδειόχαρτο της Μακεδονίας. Για να την πωλήσουν τελικά, στον αναίσχυντο γείτονα, για τριάκοντα αργύρια…
Κι ενώ θέλουμε να ψελλίσουμε αυθόρμητα ένα «συγγνώμη» σαν απόκριση σ΄ αυτό το κλάμα, ο Παύλος Μελάς δείχνει  να σηκώνεται σφουγγίζοντας τα δάκρυά του. Κρατά τη ματωμένη του σημαία. Πλησιάζει και κοιτά κατάματα τον καθένα από εμάς – όσοι περιθάλπουμε ακόμη στην καρδιά μας τη ματωμένη Μακεδονία. Μας εναποθέτει το εθνικό λάβαρο με δέος και με ομιλητικό βλέμμα :
       « Πονούντων και κινδυνευόντων τα καλά και μεγάλα έργα » (Μέγας                  Αλέξανδρος)

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις