Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Επιλεγμένα

Στα πόσα "όταν" έρχεται η Ευτυχία ;

 

Ανασια βαθια






Εισπνοή, εκπνοή

Πλέον ένιωθε τον χτύπο της καρδιάς του σε όλο του σώμα. Άκουγε βαθιά μέσα του κάθε παλμό και ανάσα.

Εισπνοή, εκπνοή

Σκούπισε με το μπράτσο το μέτωπο του και έπιασε την μπάλα γερά μέσα στις παλάμες του.

«Έλα μια ακόμα επίθεση είναι, δεν έχεις κάτι!»

Και αυτό ίσως ήταν το μεγαλύτερο ψέμα.

Η μπάλα ξεκινά να χτυπάει και πάλι στο έδαφος και οι παίκτες παίρνουν τις θέσεις τους στο τσιμεντένιο σχολικό γήπεδο.

-          Έλα! εδώ!

-          Ε ! δες με κόβω!

-          Γρήγορα δες με δεξιαα!

 

Όχι. Δεν άκουσε καμία από αυτές τις προσταγές των συμπαικτών του. Κοίταξε  με τις άκρες των ματιών του το καλάθι πάνω από τα ιδρωμένα του φρύδια και συνέχισε να τριπλάρει σκυφτός.

 

Πλέον το ένιωθε ξεκάθαρα.

 

Εισπνοή, εκπνοή

Ο πόνος ανυποχώρητος. Σαν ένα στιλέτο να του έσκιζε όλη την ωμοπλάτη. Η ανάσα του πλέον πιο κοφτή, πιο δύσκολη

-          Άααντε! Κάνε κάτι

 

Άκουγε σαν παράσιτα τις φωνές των συμπαικτών του.

Ο πόνος επεκτεινόταν. Μεγάλωνε ακριβώς σαν κηλίδα από μελάνι.

Αργά.

Επίπονα.

Αθόρυβα.

 

«Έλα! Δεν έχεις τίποτα! Συγκεντρώσου να πάρει!»

 

Γέμισε τα πνευμόνια του με μια γεμάτη εισπνοή οξυγόνου και έκανε μια γρήγορη σταυρωτή τρίπλα λίγο έξω από το τρίποντο.

Περνάει τον πρώτο και φτάνει στο ύψος της βολής.

Τον κλείνουν δύο.

Πιάνει την μπάλα δυνατά και κάνει το πρώτο βήμα για το lay up.

Αριστερό πόδι, δεξί και πλέον βρίσκεται στον αέρα.

Αφήνει απαλά την μπάλα στον αέρα με την κατάλληλη δύναμη για να πάρει την σωστή τροχιά…

Και τα επόμενα δευτερόλεπτα, ήταν απλώς στιγμές.

Ο τελευταίος αντίπαλος που δεν είχε προσέξει, ήρθε από τα αριστερά και με το θηριώδες σώμα του τον εκτόπισε εκτός γηπέδου.

Έχασε την ισορροπία του.

Το καλάθι και τις τελευταίες αντοχές του.

Έσκασε με δύναμη στο ασφαλτωμένο έδαφος.

Το βλέμμα του στον ουρανό μα τα μάτια του κλειστά.

Άκουγε θολά τις φωνές των υπολοίπων.

-          Έλα, καλά ;

-          Είσαι σοβαρός;  πως έπεσες πάνω του έτσι ;

-          Λουκά ; καλά ; Λουκά!

Κουλουριάστηκε για λίγο πιάνοντας τα κόκκαλα στα πλευρά του.

Εισπνοή, εκπνοή

-         Τς, αφήστε με λίγο! Καλά είμαι!

 

Έμεινε αρκετή ώρα κάτω.

Έσφιγγε το σώμα του μήπως και μειωθεί ο πόνος.

Έπρεπε να σηκωθεί.

Τέντωσε το χέρι του και τον τράβηξε ένας φίλος του.

Φούσκωσε τον θώρακα του με μια βαθιά ανάσα και ξεκίνησε να προχωράει μακριά από το γήπεδο.

-          Ε ; Λουκά πού πας ρε;

-          Ε σορυ, καταλάθως, όλα καλά ; του ψέλλισε πίσω από το αριστερό του αυτί ο αίτιος της πτώσης του.

-          Ναι οκ, καλά. Μουρμούρισε, προφέροντας όσο το δυνατόν λιγότερες λέξεις απαιτούνταν για να τους ξεφορτωθεί όλους γύρω του.

Συνέχισε το κοφτό βήμα του σφίγγοντας τα μάτια και τα χείλη του.

Πλέον σκυφτός και με αργά, πολύ αργά βήματα.

 

«Τί είναι αυτό το πιάσιμο ρε να πάρει ; Όσο πάει μεγαλώνει. Αυτό μας έλειπε τώρα»

Η κηλίδα πόνου αναρριχώταν πλέον σχεδόν σε όλη του την πλάτη. Κάθε βήμα την επιτάχυνε. Ήταν ακόμα μια ανελέητη σταγόνα.

Ανέβηκε τα λιγοστά σκαλιά και κάθισε σε μια καρέκλα έξω από το κυλικείο. Μόνος.

Πάντα σκυφτός, ακουμπώντας τους αγκώνες στα κουρασμένα του γόνατα.

Έσφιγγε τα πυκνά καστανά μαλλιά του σε κάθε πόνο. Δάγκωνε τα σκασμένα χείλη του. Το πρόσωπο του ήταν πια μέσα στις χούφτες του και τα γαλανά μάτια του άρχισαν να θαμπώνουν από το βούρκωμα.

Πλέον το «πιάσιμο» άρχισε να τον δαγκώνει σιγά σιγά και στον θώρακα. Ένιωθε τα πνευμόνια του να στενεύουν. Κάθε ανάσα και πιο κοφτή, πιο βίαιη. Δύο δοχεία που γέμιζαν με πόνο.

Τα παιδιά πύκνωσαν απέναντι του όμως κανένα δεν του έδωσε σημασία.

Ευτυχώς για εκείνον, μιας και τα παρηγορητικά λόγια και οι συμβουλές περί κουράγιου και αντοχής του ήταν τελείως ανιαρά. Μόλις περνούσε ο πόνος μπορούσαν να του ευχηθούν και να ελπίζουν ότι ήθελαν. Και μάλλον θα αργούσαν το κάνουν αυτό.

«Πρέπει τουλάχιστον να το πω στον Γιώργο» σκέφτηκε και πήρε την θαρρετή απόφαση να κατέβει τα σκαλιά.

Κάθε βήμα αντανακλούσε σε όλη του την πλάτη.

Τρίτο, τέταρτο σκαλί.

Λίγο πριν φτάσει πήρε μια αγκομαχώντας μια ακόμα ανάσα.

Δάκρυσε, και σκούπισε κατευθείαν το μάγουλο του σβήνοντας την σταγόνα που μαρτυρούσε αδυναμία.

-          Λουκά όλα καλά ; του έγνεψε ο Γιώργος από την άκρη του διαδρόμου που τον είδε σχεδόν να σέρνει τα πόδια του.

-          Ε δεν θα το έλεγα. Συμβαίνει και τρίτη φορά.

-          Ποιο;

-          Αυτός ο φρικτός πόνος στην ωμοπλάτη. Και τώρα ήρθε μπροστά σε όλο το στήθος.

-          Α ναι ξέρω. Κοίτα μου φαίνεται λογικό. Όλη μέρα παίζεις μπάσκετ και τώρα φυσάει ο χειρότερος αέρας για πιάσιμο. Αυτό πρέπει αν είναι.

-          Μα..

-          Το έχω πάθει και γω. Αύριο θα σου φύγει πιστεύω.

Ο Λουκάς δεν μίλησε. Δεν μπορούσε να διαφωνήσει, αλλά ήταν σίγουρος πως δεν είναι τόσο φρικτά ένα πιάσιμο.

-          Οκ τι να πω. Και άρχισε πάλι τον δρόμο προς την καρέκλα κοιτώντας το μαρμάρινο πάτωμα.

Η ώρες πέρασαν αργά.

Το κουδούνι χτύπησε για τελευταία φορά και σε λίγα λεπτά ήταν σπίτι.

Όχι. Δεν είχε βελτιωθεί καθόλου ο πόνος και η μαχαιριά στην πλάτη πιο βαθιά από κάθε άλλη φορά.

Οι γονείς του δεν δυσκολεύτηκαν να καταλάβουν την αναγκαιότητα της κατάστασης.

Βράδυ, λίγο πριν τις 11.

Ένα τηλέφωνο.

Ένας ατέλειωτος δρόμος.

Μια σχεδόν επείγουσα εισαγωγή στην πνευμοθωρακοχειρουργική κλινική.

Το πιο αστείο για τον Λουκά ήταν ότι η σχέση του με τα νοσοκομεία ήταν πάντοτε σε ασφαλή διάσταση. Μακριά και καθόλου αγαπημένοι.

 

Μπήκε στον ψυχρό κεντρικό μπλε διάδρομο και οι κοφτές του ανάσες ρούφηξαν αυτή την οσμή που έχουν όλοι αυτοί η χώροι που απουσιάζει η υγεία.

Ανατρίχιασε και ο φόβος ότι αυτοί οι αδιαπέραστοι τοίχοι των κυκλώνουν, αύξησαν στιγμιαία τους παλμούς του.

Άνοιγαν όλες οι πόρτες διαδοχικά μπροστά του.

Μια τυπική ακτινογραφία και το ασανσέρ για την κλινική.

-          Ναι, ξεκάθαρα διπλός πνευμοθώρακας. Ειδικά ο αριστερός πνεύμονας είναι αρκετά άσχημα. Ευτυχώς ήρθατε σήμερα, ήταν η στεγνή κοφτή απάντηση του γιατρού, ενώ κοιτούσε επίμονα το μαύρο φιλμ. Το λευκό έντονο φως από πίσω, του προσέδιδε παραπάνω επισημότητα, σοβαρότητα μα και εμπιστοσύνη. Δύσκολα μπορείς να πεις ψέματα όταν κοιτάξεις μέσα από αυτό το φως.

Μόλις δεις αυτό που δεν πρέπει ή σιωπείς εσύ ή οι συγγενείς.

 

-          Αύριο το πρωί θα μπει χειρουργείο, δεν το συζητάω. Οπωσδήποτε αύριο το πρωί!

Έπεφταν τόσο βαριές οι λέξεις σφίγγοντας σφιχτά το στομάχι του.

Αύριο.

Χειρουργείο.

Τότε κατάλαβε πως ήταν πράγματι σοβαρό. Κοίταξε στιγμιαία τους σκεπτικούς γονείς του και ακολούθησε τον γιατρό. Η άσπρη κάπα και τα μπλε κροξ ανέμιζαν σιωπηλά σε κάθε του βήμα.

Ο Λουκάς ξάπλωσε στο κρεβάτι και του χορηγήθηκε αμέσως οξυγόνο. Είχε ξεχάσει κιόλας την αίσθηση της γεμάτης ανάσας και της καθαρής εισπνοής. Έκλεισε τα μάτια μη μπορώντας και θέλοντας να σκεφτεί τι του επιφυλάσσουν οι επόμενες μέρες.

6.00 π.μ.

Το άσπρο φως του δωματίου άνοιξε απότομα και μπήκε μια νοσηλεύτρια ντυμένη στα λευκά. Του χαμογέλασε γλυκά και του έδωσε 2-3 χάπια σε ένα μικρό πλαστικό ποτηράκι.

-          Καλημέρα,… Λουκά… ψιθύρισε καθώς έκανε μια ελαφριά υπόκλιση  για να διαβάσει το όνομα στο χαρτί που βρισκόταν στα πόδια του.

Σε λίγο ακολούθησε και ο γιατρός. Μέτριο ανάστημα και ψαρωτικό βλέμμα. Τα μαύρα μάτια του μέσα από τον κοκάλινο σκελετό των γυαλιών του μαρτυρούσαν εγρήγορση και ευστροφία.

-          Έτοιμος ; ελπίζω πως ναι. Κορίτσια ! Πάρτε λίγο εδώ το παλικάρι κάτω. Αν θυμάμαι αυτός είναι για την αίθουσα 3.

-          Θα τον πάρω εγώ, είπε μια μελαχρινή κοπελίτσα του προσωπικού και έσυρε το φορείο μέσα στο δωμάτιο.

-          Ευχαριστώ κούκλα, είπε και της έκλεισε το μάτι με χαμόγελό.

Ο Λουκάς θεατής της όλης στιχομυθίας και των παραστάσεων ένιωθε πως αυτό το ευχάριστο κλίμα του ρουφούσε αδιόρατα όλο το άγχος και την πίεση.

Ανέβηκε στο σκληρό και στενό κρεβατάκι και ξεκίνησε να κατεβαίνει ορόφους.

Οι εκτυφλωτικές λάμπες στο ταβάνι τον ανάγκασαν να κλείσει τα μάτια του.

 

 Εισπνοή, εκπνοή

 

Η επέμβαση ήταν μια συνηθισμένη διαδικασία για τον γιατρό. Δεν του πήρε πάνω από μια ώρα, όμως για τον Λουκά ήταν από τους πιο οδυνηρούς πόνους.

Δύο πλαστικοί σωλήνες σε κάθε πνεύμονα, που κατέληγαν έξω από αυτούς σε δυο μικρά ειδικά μικρά μηχανήματα, σε μέγεθος μεγάλης κασετίνας  που ρουφούσαν όλο το υγρό που γέμιζε τους πνεύμονες του.

Όλα με μόνη παρηγοριά την τοπική αναισθησία. Τα μυτερά, γυαλιστερά εργαλεία όλα μπροστά στα μάτια του. Έβλεπε το δέρμα του να τρυπιέται και να ράβεται με τόση ευκολία. Το αίμα που είχε απλωθεί παντού πάτησε την σκανδάλη της χαριστικής βολής. Όπως ήταν φυσικό μετά από αρκετά λεπτά ζωντανής παρακολούθησης του πλεξίματος πάνω στο σώμα του, ο Λούκας έχασε και τις αισθήσεις του.

 

Εισπνοή, εκπνοή

 

-          Επ, καλώστον

-          Είμαστε εντάξει ; άκουσε τις πρώτες λέξεις πάνω από το κεφάλι του καθώς προσπαθούσε να απωθήσει το σκοτάδι από τα μάτια του.

-          Ε ναι… καλά, νομίζω…

-          Έλα, περδίκι είσαι, θα έρθουμε να σε ξαναδούμε σε λίγο γιατί οι γιατροί δεν μας αφήνουν εδώ για πολύ. Φιλιά! είπαν οι γονείς του και χάθηκαν πίσω από την κουνιστή πόρτα του θαλάμου.

Πλέον τα πόδια του κινούνταν σαν τις μέρες. Αργά και νωχελικά.

Σηκώθηκε από το κρεβάτι βαστάζοντας μαζί του σαν βαλιτσάκια τα πανάκριβα αυτά κουτάκια που κρατούσαν τα πνευμόνια του άδεια από περιττά υγρά.

Η μέρα συνέχισε να διαδέχεται την νύχτα, αφαιρώντας ύπνο και προσθέτοντας σκέψεις.

Οι νοσηλεύτριες πιστές στις βάρδιες τους συνέχισαν όλες να τον κοιτούν με το ίδιο αληθινό χαμόγελο. Πλέον ο Λουκάς μη γνωρίζοντας τα ονόματα τους, τους βάφτιζε με δικά του.

«Λεβάντα» η ευγενικότατη χοντρούλα κυρία με το φοβερό χιούμορ, που χρόνια τώρα μάλλον είχε μαλώσει με το dove.

«Κοπελίτσα» η ξανθιά λεπτή κυρία, γύρω στα 40 που κάθε φορά που του έβαζε τον ορό μονολογούσε «Λουκά, ένα θα σου πω. 3 χρονάκια πιο μικρή να ήμουν, θα σου την έπεφτα».

Οι γιατροί ανώνυμοι μα φρόντισε όλες αυτές τις μέρες να τους ψυχογραφήσει από τις κινήσεις και τα λόγια τους.

Όλοι απέπνεαν μια βαθύτερη ευφυία και ένα λεπτό χιούμορ. Ένα αληθινό ενδιαφέρον για το επάγγελμα τους και μια κατάθεση ψυχής για τους ασθενείς τους.

 

Το πείραγμα συνεχιζόταν σε κάθε πρωινό έλεγχο των ασθενών και οι ρουτίνα έσβηνε σιωπηλά τις μέρες από το ημερολόγιο.

 

Χάπια. Εξετάσεις. Οξυγόνο. Λιγοστό περπάτημα. Σκέψεις.

 

6.00 π.μ.

 

5η μέρα και το φως του θαλάμου δεν ξέχασε και αυτή τη φορά να φωτίσει εκνευριστικά τον χώρο με την βοήθεια της ευγενικής ¨Λεβάντας¨.

-          Καλημέρα Λουκά. Έλα μη με κοιτάς έτσι αγόρι μου, μην κάνεις σαν άρρωστος, είπε περιπαιχτικά και άφησε το καθιερωμένο ποτηράκι στο χαμηλό τραπεζάκι δίπλα από το κρεβάτι.

Ο Λουκάς χαμογέλασε.

Σε λίγη ώρα ακολούθησε η διευθύνουσα με τον γιατρό.

Έφτασε και στο κρεβάτι του.

-          Χμμ, ναι ναι. Εντάξει, πρέπει βέβαια πρώτα να πάρουμε συγκατάθεση και θα κινηθούμε ανάλογα

-          Μα φυσικά γιατρέ, νομίζω εσείς πρέπει καλύτερα να ενημερώ..

Προσπαθούσε ο Λουκάς να συνθέσει λέξεις μέσα από το μουρμουρητό μήπως και βγάλει κάποια πρόταση, όμως μάταια.

Ένα αίσθημα ανησυχίας και φόβου άρχισε να τον κυριεύει.

Τον κοιτούσαν με την άκρη των ματιών τους και ψέλλιζαν λέξεις και γνώμες.

Σοβαροί.

Απρόσμενα ανέκφραστοι.

Ο γιατρός γύρισε αργά και αποφασιστικά προς το μέρος του.

Έβγαλε τα γυαλιά του και τα δίπλωσε στον λαιμό της ακριβής μπλούζας του.

Κατάπιε και κοίταξε τον Λουκά στις κόρες των ματιών του.

-          Παλικάρι μου πρέπει να πάρεις μια σημαντική απόφαση.

Ο Λουκάς ένιωσε την καρδιά του να τον προειδοποιεί για την συνέχεια της πρότασης με δυνατούς χτύπους.

Έμενε να ακούσει τις επόμενες λέξεις.

 

Εισπνοή, εκπνοή


-          Πρέπει μέσα στις επόμενες μέρες να μπεις για το βασικό, μεγάλο χειρουργείο. Όμως  κυρίως πρέπει να αποφασίσεις αν θες να επέμβουμε και στους δύο  πνεύμονες ή μόνο στον έναν.

Η πρόταση αιωρήθηκε στο ψυχρό δωμάτιο και έφτασε σαν ηχώ στα αυτιά του Λουκά. «το βασικό χειρουργείο..»

Γιατί; Πώς ; Μα ήταν καλά. Να  δυο μερούλες ακόμα και θα έβγαινε έξω χωρίς να είχε συμβεί τίποτα. Δεν είχε κάτι.

Κοίταξε το πρόσωπο του γιατρού. Κατάλαβε πως δεν άφηνε στο τραπέζι περιθώρια επιλογής, γνώμης ή συζήτησης. Ήταν πλέον επιτακτική ανάγκη.

-          Προσωπικά, είπε ο γιατρός και τον διέκοψε από τον δαίδαλο των συνειρμών του, προσωπικά, νομίζω πως το καλύτερο είναι να κάνεις και στους δύο, γιατί αν αφήσεις έναν, πάντα θα έχεις το άγχος μήπως και το ξαναπάθεις. Ούτως ή άλλως η ζημιά έγινε και στους δύο, άσχετα που ο ένας το πέρασε ελαφρύτερα.

-          Ε…. τι να πω γιατρέ. Για να το λέτε εσείς… ας… ας το κάνουμε έτσι, ψέλλισε προσπαθώντας να συντάξει τις λιγοστές λέξεις που του ήρθαν εκείνη την ώρα στο μυαλό.

-          Καλώς, θα σε ειδοποιήσω κάποια στιγμή και για την ακριβή μέρα και ώρα. Καλημέρα! είπε και έφυγε με αργό βήμα από το δωμάτιο αφήνοντας τα ιατρικά ακουστικά στον λαιμό του να αιωρούνται σαν εκκρεμές.

Ο Λουκάς, γύρισε το κεφάλι του και άφησε το βλέμμα του να πλανηθεί έξω από το παράθυρο. Κίτρινοι ψηλοί τοίχοι ποτισμένοι με υγρασία και οι κορυφές τους το μόνο που προσέθεταν ήταν λίγος καπνός στο λίγο μπλε που είχε μείνει στον ουρανό. Πιο κάτω σαν μικρές μαύρες φιγούρες οι άνθρωποι που…

-          Ε καλημέρα Λουκά! , είπε, και ο Λουκάς γύρισε αιφνιδιασμένος το κεφάλι του. Μπροστά του μια μελαχρινή λεπτοκαμωμένη κυρία. Μερικές φακίδες στα μάγουλα, άβαφα ροδαλά χείλη και ένα άσπρο ντοσιέ που το είχε χώσει στην αγκαλιά της.

Ονομάζομαι Κατερίνα και είμαι η υπεύθυνη αναισθησιολόγος. Έχεις δύο λεπτά ; είπε χαμογελαστά και έσυρε το μικρό σκαμπό κοντά στο κρεβάτι του.

Λοιπόν, όπως ξέρεις σε λίγες μέρες θα κάνεις χειρουργείο, οπότε πρέπει να σε ενημερώσω για δύο-τρία πραγματάκια. Αρχικά μια μέρα πριν θα πρέπει να...

Και πράγματι, έτσι πέρασε η επόμενη ώρα περιγράφοντας με ακριβή λεπτομέρεια όλη την διαδικασία και την προετοιμασία. Εκεί ήταν που άρχισε να καταλαβαίνει γιατί θα γίνει και πώς ακριβώς θα γίνει το χειρουργείο.

Η κυρία πάντα χαμογελαστή του έλυσε απορίες και ένα μεγάλο μέρος του άγχους του.

-          Α και παραλίγο να το ξεχάσω. Ενημέρωσε τους γονείς σου πως θα πρέπει να έχουν εξασφαλίσει και δύο φιάλες αίμα, σε περίπτωση που χρειαστούν.

Και ναι, αυτό ήταν το καλύτερο κερασάκι που θα  μπορούσε να βάλει σε όλη αυτήν την τούρτα που φτιαχνόταν τόση ώρα.

 

Το μόνο που έμενε τώρα ήταν να τηρήσει πιστά τις οδηγίες.

 

Επιπλέον χορήγηση ειδικών φαρμάκων. Ολοκληρωτικό ξύρισμα από την μέση και πάνω. Μπάνιο με μπενταντίν για πλήρη απολύμανση. Καθαρτικό και συχνό περπάτημα.

Και μόνο η διαδικασία της άψογης ετοιμασίας και η συνεχή επίβλεψη προσέθεσε ένα επιπλέον άγχος στον Λουκά.

«Αν όλες αυτές οι προετοιμασίες είναι τόσο επιτακτικές και σημαντικές, τί ακριβώς θα γίνει στο χειρουργείο» ήταν η βασικότερη σκέψη που στροβιλιζόταν στο νου του.

 

Μια μέρα πριν.

 

Έπρεπε να κοιμηθεί καλά. Να είναι ξεκούραστος για να μπορεί να ξαπλώσει αύριο σε άλλο κρεβάτι για άλλες 4 με 6 ώρες. Αρκετά ειρωνικό.

Στο δωμάτιο του μόνο ένα φωτάκι πίσω από την πλάτη του έσπαγε το βαθύ μαύρο. Ξεφύλλιζε ένα παλιό βιβλίο.

-          Λουκά, κάποιος σε ζητάει στην έξοδο. Πήγαινε λίγο να δεις, αλλά να ξες δεν έχεις πολλή ώρα για επισκεπτήριο. Αύριο είναι το χειρουργείο, είπε και του χαμογέλασε ευγενικά προσπαθώντας να μην τον στεναχωρήσει.

-          Ναι ναι

Βγήκε αργά προς την είσοδο της κλινικής και έσπρωξε την βαριά πράσινη πόρτα.

-          Που ΄σαι ρε  παίχτη, ακούστηκε η πρώτη φωνή.

-          Καλώστον. Ζεις ; ή να περιμένουμε τα ευχάριστα ; πρόσθεσε με χαμόγελο ο διπλανό του.

Λίγα μέτρα μπροστά από την ψυχρή πόρτα, στέκονταν με ένα ζεστό χαμόγελο οι φίλοι του.

Τους αγκάλιασε με το βλέμμα του μιας και τα αδιάκριτα βαλιτσάκια που κρατούσε δεν του έδιναν και πολλές επιλογές. Μια μόνιμη καλωδίωση με τον εαυτό του, μια διαρκής απόσταση από τους άλλους.

Τα λόγια του ήταν περιττά.

Κάθισαν πιο δίπλα και άρχισαν να τον ρωτάνε και να του λένε νέα, να τον πειράζουν και να λένε τα κλασικά αστειάκια.

Και ήταν οι περισσότεροι εκεί. Αυτοί που τιμούσαν τον ορισμό της λέξης «φίλος». Αυτοί που αντέδρασαν στο «story» του, που ήταν μόνο για «στενούς φίλους». Στην «ιστορία» του πόνου του…

 

Εκεί, στα πρόχειρα πλαστικά παγκάκια του νοσοκομείου ήρθαν χωρίς να περιμένουν κάποιο αντάλλαγμα ή κέρασμα. Κάποια παρηγοριά ή ενδιαφέρον, αλλά ακριβώς για το αντίθετο.

Πριν αποχωρήσουν έβγαλε ένας πίσω από την πλάτη του μια μεγάλη σακούλα πλημμυρισμένη από γλυκά, την μεγαλύτερη αδυναμία του.

Πέρασε τα δάχτυλα από το χερούλι της και τους κοίταξε όλους στα μάτια.

-          Ευχαριστώ, αλήθεια, είπε πρώτα με την καρδιά και ύστερα με τα χείλη του.

Έφυγαν διαδοχικά ένας ένας κατεβαίνοντας τα μουντά σκαλιά, μα ήδη κιόλας είχαν κάνει τόσο εύθυμη την υπόλοιπη του νύχτα.

Κάθισε και πάλι στο κρεβάτι του με ένα ελαφρό μειδίαμα και αποκοιμήθηκε με αυτό ξεχνώντας για λίγο το αύριο.

 

-          Έτοιμος ; ήταν το καλημέρα του γιατρού που φαινόταν άκρως έτοιμος και προετοιμασμένος.

Λοιπόν, σε περιμένω κάτω σε λίγες ώρες, είπε και του ανοιγόκλεισε με χάρη το δεξί του μάτι.

Ο Λουκάς κατέβηκε με το φορείο και μπήκε στο χειρουργείο. Τα εκτυφλωτικά φώτα πάνω από το ελαφρώς σκεπασμένο σώμα του τον δυσκόλευαν να διακρίνει τον χώρο. Πράσινα πλακάκια γύρω και σε ένα γκρι τραπέζι με ροδάκια τα εργαλεία. Καθόλου εμψυχωτικά το σχήμα και οι ακμές τους.

Κοίταξε πάνω ξανά και μια ομάδα από 3-4 μασκοφορεμένους, με στολές, ανθρώπους στάθηκαν επιβλητικά από πάνω του.

-          Οξυγόνο εντάξει, έλεγξε λίγό την βαλβίδα αριστερά. Ωραία.

-          Λοιπόν ένας τελευταίος έλεγχος για την πίεση του ασθενή.

-          Ωραία.

Πλέον και τα χέρια του είχαν συνδεθεί με σωλήνες σε κάτι ορούς και οι μικρές βαλιτσούλες του στηρίζονταν πλάι σε έναν πάγκο.

Γύριζαν και φεύγαν με σβελτάδα, αλλά συγχρόνως και με μια σιγουριά για τις κινήσεις  και τις αποφάσεις τους.

Σε λίγο πλάι του η αναισθησιολόγος.

-          Λοιπόν παλικάρι, όλα οκ ;

-          Ε θα δείξει, είπε και χαμογέλασε κάπως ψυχρά.

-          Λοιπόν, τώρα πάρε αυτή την μαύρη μάσκα, βάλτην απαλά μπροστά από το στόμα και την μύτη σου και εισέπνευσε βαθιά.

Ο Λουκάς έπιασε με αφέλεια τον μακρύ σωλήνα υποψιαζόμενος πως είναι μια ακόμα χορηγία οξυγόνου.

 

Εισπνοή, εκπνοή

 

-          Ήρεμα βρε, αυτό δεν είναι …

 

Σκοτάδι

 

 

Μαύρο πηχτό σκοτάδι, πιο βαθύ από αυτό των ονείρων, όμως με αισθητή την απουσία τους.

Ώρες που έγιναν δευτερόλεπτά, και στιγμές που καθόρισαν την ζωή του έμειναν για πάντα κρυφές και άγνωστες με την βοήθεια αυτής της τελευταίας ανάσας

Εισπνοή, εκπνοή

 

Άνοιξε με βία τα ασήκωτα πλέον βλέφαρα του.

Ένιωθε καθαρά τον σφυγμό στα μηνίγγια του.

Ξύπνησε ακινητοποιημένος με μια ελαφρύ κλίση, στην μεγάλη αίθουσα της εντατικής.

Όλα γύρω του λίγο θολά και απροσδιόριστα. Ξυπνούσε σε φάσεις και κάθε φορά συνέβαινε και κάτι διαφορετικό.

Ένα μαύρος γλοιώδης σωλήνας είχε εισχωρήσει μέχρι την τραχεία. Ένας σωλήνας για μόνιμο παυσίπονο τρυπούσε μια φλέβα του λαιμού του και συνεχώς του προκαλούσε εμετό. Λίγο πιο πάνω από τον πήχη, μια αρμαθιά από γάζες και βελόνες που κατέληγαν σε ένα ορό. Στα πλευρά του, τα αναπόσπαστα βαλιτσάκια με τους σπαστικούς τους σωλήνες και σε λίγο μια μικροκαμωμένη νοσηλεύτρια του χορηγούσε το απαραίτητο αντιπηκτικό.

Ακίνητος με μόνες τις κόρες των ματιών του να παίζουν στον χώρο.

-          Εντάξει, νομίζω μπορείς να πας πάνω στο δωμάτιο. Τώρα θα έρθει ένα παλικάρι να σε ανεβάσει με το καροτσάκι και σε λίγο λογικά θα έρθουν στο δωμάτιο για τις ακτινογραφίες. Όλα καλά, του είπε και του χάρισε ένα απαλό χαμόγελο.

-          Έλα παλικάρι, μια γενναία κίνηση!  άκουσε μια φωνή δίπλα του. Ήταν ένας γεροδεμένος νοσηλευτής που κρατούσε σφιχτά τις λαβές από το καροτσάκι.

Δεν πρόλαβε να αγγίξει το δεύτερο πόδι του στην δίκυκλη καρέκλα και πάλι ο διακόπτης κατέβηκε απότομα.

Ξύπνησε στο κρεβάτι με μια ζαλάδα, ανήμπορος να σηκώσει και το ελαφρύτερο μέρος του σώματος του.

Οι γονείς στο πλάι του φρόντισαν για όλες τις επόμενες μέρες. Η λέξη ύπνος για αυτούς είχε καταταχτεί πλέον στις άγνωστες και δυο νέες την είχαν αντικαταστήσει. Αγωνία και θυσία.

 

 

 

 

Τελευταία μέρα

 

Ο Λουκάς μάζευε τα λιγοστά πράγματα του από το κομοδίνο στα αριστερά του, ενώ για ακόμα μια φορά τον είχε επισκεφτεί το σμήνος των σκέψεων του.

Οι προηγούμενες μέρες μετά το χειρουργείο, η κάθε μια με την σειρά της μαρτυρούσε και μια μεγάλη συνέπεια του χειρουργείου. Φοβεροί πόνοι στην μέση, συνεχώς σκυφτός καθώς δεν μπορούσε να σηκώσει τον θώρακα του από τα ράμματα στα πλευρά, αλλά ούτε και τα χέρια του. Ζαλάδες. Ακόμα ούτε να φτερνιστεί και να γελάσει δεν ήταν ικανός. Κάθε δόνηση στα πλευρά ήταν ένα σχίσιμο στην πληγή. Τα παυσίπονα έχαναν σταδιακά την ισχύ τους και αποκάλυπταν τα εσωτερικά τραύματα. Οι νοσηλεύτριες του είχαν φέρει και ένα αστείο «παιχνιδάκι» οπού φυσούσε δυνατά έναν σωλήνα για να κάνει εξάσκηση και να ανοίξουν ευκολότερα τα πνευμόνια του.

Φόρεσε την ζακέτα και κράτησε στο χέρι το εξιτήριο. Οι νοσηλεύτριες του βγάλαν τον ορό και τα άβολα βαλιτσάκια με τους σωλήνες τους στα πλευρά και τακτοποίησαν τον χώρο.

Ο Λουκάς στάθηκε μπροστά από τον πάγκο του προσωπικού. Όλες οι μικρές και μεγάλες κοπέλες με τα άσπρα σκουφάκια και τις τσακισμένες στολές, του έγνεφαν με χαμόγελο.

-          Λοιπόν, ελπίζω να μην τα ξαναπούμε, είπε η Λεβάντα  με νόημα

-          Χαχα ούτε και γω, ούτε και γω

-          Άντε καλή ανάρρωση παλικάρι μου, και να φυσάς το παιχνιδάκι σου.

Ο Λουκάς κούνησε ψηλά την ανοιχτή παλάμη του και άφησε την βαριά πόρτα να κλείσει πίσω του.

 

Κύλησε ακριβώς ένας μήνας.

 

Έσυρε αργά τα πόδια του στο τσιμεντένιο δάπεδο. Ήταν μόνος. Αυτός και όλα τα καινούρια του τραύματα, επουλωμένα και μη.

Περίεστρεψε την πορτοκαλί μπάλα στην παλάμη του. Λύγισε τα γόνατα και πήγε να ορθώσει και τα χέρια του.

 

Εισπνοή, εκπνοή

 

Τέντωσε τα πόδια μα δεν μπόρεσαν να ακολουθήσουν τα χέρια του. τράβηξαν τα ράμματα και το σώμα του δεν είχε πλέον την δύναμη να φτάσει την μπάλα ούτε από το τρίποντο. Όντας δέκα κιλά πιο αδύνατος, άφησε την μπάλα να σκάσει λίγα μέτρα μπροστά του.

Την ακολούθησε με τα μάτια του και την έβλεπε να κυλάει αργά.

«Αουτς, αυτό πόνεσε πολύ» μουρμούρισε.

Συνειδητοποίησε ότι όλα έπρεπε να γίνουν πια από την αρχή.

Έπιασε ξανά την μπάλα και την σφήνωσε στη μασχάλη του παίρνοντας τον γυρισμό για το σπίτι.

 

Έριξε μια ματιά στο ακούνητο στεφάνι που κρατούσε στον αέρα το διχτάκι της μπασκέτας και χαμογέλασε.

Γύρισε την πλάτη και χάθηκε στα στενάκια της επιστροφής.

Ένιωθε πως μετά από το πρώτο του βήμα έξω από την κλινική είχε βγει με ένα ακόμα βαλιτσάκι. Και αυτό ήταν της γνώσης του πόνου. Όντας μέτοχος και αυτός σε αυτό το έντονο αίσθημα, μπορούσε πιο εύκολα να παρηγορήσει, να μιλήσει και να ξέρει πως να σιωπήσει. Ο πόνος ήταν ο καλύτερος δάσκαλος του και αυτός, ο αργοπορημένος μαθητής, που άργησε να μπει στο μάθημα, ο οποίος όμως και ρούφηξε όλες τις επόμενες λέξεις του.

 

Εκπνοή, μια βαθιά εισπνοή

 

Αφιερωμένο σε όλες αυτές τις

καταπληκτικές νοσηλεύτριες

και τους γιατρούς που στηρίζουν

 και βοηθούν με την καρδιά τους

 όλα τα παιδιά στην

καρδιοθωρακο-χειρουργική

κλινική

στο ΑΧΕΠΑ.

 



Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις