Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Επιλεγμένα

Στα πόσα "όταν" έρχεται η Ευτυχία ;

 

πάλι χριστούγεννα ;






   Παραμονές Χριστουγέννων. Ο Νικολάκης σκάλιζε  τα χριστουγεννιάτικα στολίδια στο καταπράσινο δέντρο του σαλονιού του. Χρυσές, κόκκινες μπάλες, κουδουνάκια και αγγελάκια. Γύρω τους φωτεινά λαμπάκια και πάνω από όλα αυτά δέσποζε ένα μεγαλειώδες αστέρι. Έκανε ένα βήμα πίσω και κοίταξε ψηλά προς την κορυφή του δέντρου. Έδειχνε  τόσο μικροσκοπικός μπροστά σ’ αυτό το έλατο, σαν ένα ακόμα στολίδι που το έσκασε από τα κλαδιά του.

   Γυρίζει το βλέμμα του προς το μεγάλο ξύλινο τραπέζι. Και αυτό στολισμένο με την κάθε λεπτομέρεια. Πάνω του όμορφα κεράκια, πήλινα αγγελάκια, κόκκινες γιρλάντες. Λίγο πιο δίπλα το τζάκι μεταμορφωμένο. Χαριτωμένοι τάρανδοι στο πρεβάζι του, μικροί αγιο-Βασίλιδες και κόκκινες φουντωτές κάλτσες κρέμονταν περιμένοντας να γεμίσουν με αναπάντεχα δώρα. Όλα ήταν παραμυθένια, βγαλμένα από κάποια παλιά χριστουγεννιάτικη ιστορία. Όλα απέπνεαν τόση ομορφιά, που σχεδόν ζωγράφιζαν στα χείλη σου ένα αυθόρμητο χαμόγελο. 

  Όμως το μικρό αγοράκι παρέμενε ανέκφραστο, σιωπηλό. Κάθισε συλλογισμένο στη μεγάλη πολυθρόνα στην άκρη του σαλονιού. Ήταν πλέον δέκα χρονών και έβλεπε  για μία ακόμη φορά τα Χριστούγεννα να πλησιάζουν, τις καθιερωμένες γιορτές να κάνουν λαμπρή την εμφάνιση τους. Μπροστά του όλα φάνταζαν τόσο μαγικά, έμοιαζαν τόσο χαριτωμένα , μα τίποτε από αυτά δεν τον συγκινούσε. Δίπλα του έστεκαν οι χαμογελαστοί αγιοι- Βασίλιδες πιο ψεύτικοι από ποτέ, το φανταχτερό αστέρι πιο πλαστικό από κάθε άλλη φορά και τα στολίδια του σπιτιού τόσο μονότονα, τόσο επαναλαμβανόμενα.
   Ο Νίκος φέτος δεν έγραψε γράμμα, δεν έβαλε στην κορυφή ο ίδιος το αστέρι, δεν φόρεσε το καθιερωμένο κόκκινο σκουφάκι. Απλώς τώρα κάθεται απέναντι  από το χαμογελαστό λούτρινο αγγελάκι  και το κοιτάει στα μάτια με σοβαρότητα ενήλικα. Το βλέμμα του γεμάτο παράπονο και ερωτηματικά. «Μα γιατί ; Γιατί πάλι Χριστούγεννα; Ποιο το νόημα ; Πάλι το ίδιο αστέρι, πάλι οι ίδιες ευχές, τα κλασσικά μονότονα χαμόγελα χωρίς ουσία. Οι ίδιες γιορτές ήταν και πέρσι και προ-πέρσι. Θα είναι του χρόνου και του παρά-χρόνου. Πλέον το χαμόγελο έγινε έθιμο… »
Σηκώθηκε, πλησίασε το μικρό παγωμένο αγγελάκι και με τα ζεστά του χέρια, ποθώντας να βρει απαντήσεις στις ερωτήσεις του, το έπιασε σφιχτά και το ρώτησε ψιθυριστά, σαν να το εμπιστευόταν, «Ξανά Χριστούγεννα; Ποιο το νόημα;»
  Λίγο πιο δίπλα ο πατέρας κρυβόταν πίσω από την ξύλινη βιβλιοθήκη. Άκουγε το παιδικό παράπονο.  Χωρίς να πει κουβέντα χαμογέλασε με νόημα, σαν να σχεδίαζε  κάτι εκείνη την ώρα στο μυαλό του και  κατευθύνθηκε προς την κρεβατοκάμαρα. Γύρισε έπειτα από λίγο φορώντας το παλτό του και κρατώντας στο χέρι το μπουφάν του Νικολάκη. «Πάμε, έχω κάτι να σου δείξω, πάρε και τον μικρό σου φίλο»  είπε χαμογελώντας δείχνοντας το λούτρινο αγγελάκι και το μικρό αγόρι, με ένα αινιγματικό ύφος  κατευθύνθηκε προς το αμάξι, σκεπτόμενος πιθανές εκδοχές, αναρωτώμενος τι τον περιμένει…
   Το αμάξι σταμάτησε έξω από ένα μεγάλο κτήριο. Ο μικρός Νίκος δεν κατάλαβε και πολύ καλά τι είναι αυτό που υψώνεται μπροστά του. Ο μπαμπάς του προηγούνταν και άνοιγε συνεχώς κάτι γυάλινες πόρτες, καθώς περπατούσανε μέσα σε  μεγάλους μπλε διαδρόμους. Φτάνουν στην τελευταία πόρτα και ο πατέρας σταματάει. Μια κινηματογραφική παύση, λίγα δευτερόλεπτα αγωνιώδους σιωπής. Άνοιξε  η πόρτα και μπροστά τους στεκόταν ένα μεγάλο κρεβάτι. Πάνω του κοιμόταν ένα μικρό κοριτσάκι. Μια ωραία κοιμωμένη.
    Ο Νικολάκης αναζητούσε ένα χριστουγεννιάτικο τόνο μέσα σ’ αυτό το μουντό άσπρο που περιέβαλλε το χώρο. Σίγουρα δεν είχε το λευκό του εποχιακού χιονιού… Πλησίασε το μικρό κοριτσάκι λίγο ντροπαλά και με περιέργεια. «Χαιρέτησε την Κατερίνα, Νίκο» ψιθύρισε δίπλα του ο μπαμπάς του. «Αλλά πρόσεχε μην την ξυπνήσεις…». Το αγοράκι έμεινε βουβό. Έψαχνε ακόμα να ανακαλύψει πού είναι τα Χριστούγεννα εκεί μέσα. Τότε παρατήρησε ένα κόκκινο σκουφάκι στο κεφάλι της μικρής. Δεν έμοιαζε με αυτό του αι Βασίλη. Το έπιασε απαλά και το σήκωσε. Κάτι του κινούσε την περιέργεια. Μα από κάτω δεν υπήρχαν μεταξωτά ξανθά μαλλιά μαζεμένα με κοκαλάκια. Μόνο ένα γυμνό κεφαλάκι με γάζες. Κοίταξε δίπλα. Κρεμόταν ένας ορός που τρυπούσε ευγενικά το δεξί της χέρι. Κι όμως το πρόσωπό της γαλήνιο, ατάραχο με ένα κρυφό πόνο να κρύβει μέσα του. Ο μικρός έκανε ένα βήμα πίσω, όχι για να φύγει, αλλά για να μπορέσει να κρατηθεί, να καταφέρει να συνειδητοποιήσει που βρίσκεται, τι συμβαίνει… 
    Λίγο πιο πέρα στεκόταν ο πατέρας της Κατερίνας σε μια μικρή καρέκλα παρατηρώντας τις  αντιδράσεις του παιδιού. Έδειχνε κατανόηση. Λίγο πριν φύγουν οι δύο γονείς χαιρετήθηκαν, ήταν παιδικοί φίλοι, και ο μπαμπάς του του είπε χαμηλόφωνα στο αυτί, «έλα, χάρισε το στην μικρή σου φίλη, αφού ξέρεις ότι θα χαρεί, όσο μικρό και αν είναι το δώρο» και τότε, ο Νίκος πλέον, άφησε πάνω στο τραπεζάκι, με ένα ντροπαλό χαμόγελο, το μικρό αγγελάκι δίπλα στην Κατερίνα… Μια  μινιατούρα της…
  Άνοιξαν την πόρτα και λίγο πριν κλείσει πίσω τους, ο Νίκος την κράτησε απότομα σαν να είδε κάτι με την άκρη του ματιού του. Πάνω από το προσκέφαλο του κρεβατιού κρεμόταν ένα μικρό χάρτινο, χρυσό  αστεράκι. Μια μικρή μαρτυρία των Χριστουγέννων. Ένα σύμβολο ελπίδας και ένα μήνυμα χαράς πάνω από ένα μικρό στάδιο, όπου ο θάνατος με τη ζωή μονομαχούν προσφέροντας σε όσους  ζήσουν αυτές τις στιγμές πόνο, αγωνία και αγώνα.
Τώρα πλέον η πόρτα είχε κλείσει και μπαμπάς και γιός αποχωρούσαν σιωπηλοί. Ο πατέρας άφηνε τώρα την σιγή να μιλήσει, να διδάξει, να προβληματίσει. Μερικές φορές τα λόγια καταστρέφουν τις πιο σημαντικές στιγμές...
    Μπήκαν στο αμάξι και σταμάτησαν μετά από λίγο σε ένα μεγάλο εμπορικό κέντρο, για τα καθιερωμένα ψώνια των εορτών. Από έξω ακουγόταν μια περίεργη μουσική, μια εκκεντρική μελωδία. Μόλις μπήκαν μέσα, μπρος στα μάτια τους παρουσιαζόταν μια μικρή μπάντα-χορωδία. Όλοι κρατούσαν μεταλλικά τριγωνάκια και τραγουδούσαν με πάθος, φορώντας το καθιερωμένο εορταστικό σκουφάκι και αναγγέλλοντας το χαρμόσυνο μήνυμα των εορτών. Τα πρόσωπά τους ήταν φωτεινά μα τα χαρακτηριστικά τους ιδιαίτερα. Τα μικρά αυτιά και η μύτη τους μαζί με το χαμηλό τους ύψος προμήνυε κάτι το ξεχωριστό. Η ταμπέλα λίγο πιο δίπλα τους «σωματείο φίλων νέων με σύνδρομο down» τα φανέρωνε όλα πλέον.
   Ένα αγοράκι, από τη χορωδία, πλησίασε τον Νίκο και του άφησε κάτι μέσα στην παλάμη. Ήταν ένα χάρτινο χρυσό αστέρι. Τόσο χάρτινο, τόσο λαμπερό. Ο μικρός Νίκος χαμογέλασε με νόημα, γιατί πλέον είχε δύο αστέρια για τα Χριστούγεννα, ένα στο χέρι του και ένα στην καρδιά του. Πλέον είχε ό,τι χρειαζόταν για να στολίσει τα δικά του Χριστούγεννα. Αληθινή Αγάπη. Από τώρα ήδη ζούσε ξεχωριστά Χριστού-γέννα…               

                                           
 ( δεν είναι ένα συγκινητικό παραμύθι, αλλά μια μικρή αληθινή ιστορία )

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις