Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Επιλεγμένα

Στα πόσα "όταν" έρχεται η Ευτυχία ;

 

Χτύπα, δεν νιώθω πια







     Ανοίγω ανυπόμονα την πόρτα του  ιδρύματος. Σπρώχνω όμως διστακτικά. Ένα μικρό βήμα και βρίσκομαι μπροστά στο μικρό σαλονάκι. Πολύχρωμοι καναπέδες παρατεταγμένοι φιλοξενούν πάνω τους κάθε μικρό παιδάκι. Πάνω στον μπλε καναπέ ο Γιώργος με την βαριά μορφή αυτισμού, λίγο πιο δίπλα στην κίτρινη πολυθρόνα η Μαρκέλλα με το σύνδρομο down. Κάθε καρέκλα και σκαμπό είχε πάνω κι ένα μικρό ήρωα. Όλοι πλέον χαμένοι σε έναν κόσμο ίσως καλύτερο από τον δικό μας, που γνωρίζουμε που βρισκόμαστε. Στεκόμουν απέναντι τους και ένιωθα να με κρίνουν τα χαμόγελά τους.

Όμως λίγο παραδίπλα ένα μικρό αγόρι καθόταν πάνω σε μια αναπηρική καρέκλα και με κοιτούσε διακριτικά. Το κεφαλάκι του ήταν μονίμως πλαγιαστό καθώς αδυνατούσε να το στηρίξει. Τα πόδια και τα χέρια του μονίμως σε αδράνεια. Μόνη πιθανή κίνηση το ανοιγόκλεισμα των βλεφάρων και των χειλιών του. Μια πραγματική παιδική μαριονέτα που απέπνεε όμως τόση λύπη και συμπόνια. Ωστόσο αυτό που παρέμενε σταθερό  ήταν το χαμόγελο του. Τόσο φωτεινό, τόσο ομιλητικό.


Έγειρα διακριτικά προς την υπεύθυνη του ιδρύματος και τη ρώτησα χαμηλόφωνα στο αυτί :

-          Αυτό το παιδάκι εκεί πως το λένε;
-          Θοδωρή
-          Και τι πάθηση έχει ακριβώς;
-          Έχει αναπηρία σε όλο το σώμα σχεδόν, εκτός από μερικές κινήσεις  του κεφαλιού, όμως το τραγικό είναι άλλο, είπε, και ένας λυγμός την έπνιξε.
-          Τι είναι, τί έγινε; Ρώτησα από περιέργεια

-          Ο Θοδωρής αυτό που έχει δεν το έχει από την γέννηση του όπως όλοι οι άλλοι, είναι από ένα ατύχημα ή μάλλον δυστύχημα. Έκανε μια παύση που έκρυβε τόση ένταση μέσα της. Όταν ήταν μικρός ο τρομερά ευέξαπτος  πατέρας του, επειδή έκανε μια μικρή αταξία ο Θοδωρής, τον χαστούκισε και το κεφαλάκι του βρήκε στην γωνία του διπλανού τραπεζιού. Από τότε  παραμένει ακίνητος, βουβός, ποτέ όμως λυπημένος.

Κι εγώ μετά με την σειρά μου έμεινα ακίνητος. Από την ιδέα και μόνο εκείνης της στιγμής. Σκηνοθετούσα άθελα στο μυαλό μου την σκηνή του χτυπήματος και ανατρίχιαζα. Έβλεπα τον μικρό Θοδωρή να πέφτει σιγά σιγά πάνω στην γωνία του τραπεζιού, καθώς ο πατέρας του μανιωδώς τον έβριζε γυρίζοντας το κεφάλι του ίδιου το παιδιού με την δύναμη του χεριού του. Ένα δευτερόλεπτο από αυτά που με την χρονο-καθυστέρηση του πόνου και του τρόμου γίνεται αιώνας.

Και όχι μόνο δεν στάθηκε δίπλα στο παιδί του, να του ζητήσει συγγνώμη, να το περιθάλψει όσο και μοιραίο να ήταν το ατύχημα. Το παράτησε, σαν να πετάει και να διώχνει μια κακιά ανάμνηση. Άφησε το παιδί του να το ξεβράσει το κύμα, ευτυχώς, σε ένα στοργικό και οργανωμένο ίδρυμα. Η φρικαλεότητα του ανθρώπου σε όλο της το μεγαλείο. Η ψυχρότητα της πατρότητας στον ύψιστο βαθμό.

Και τώρα σκέφτομαι τον μικρό Θοδωρή  να κινεί τα λεπτοκαμωμένα χέρια του, σαν από θαύμα, και να τσουλάει την αναπηρικά καρέκλα του μέχρι το σπίτι του πατέρα του. Να του χτυπά ευγενικά την πόρτα και να του λέει με σοβαρό ύφος διαπερνώντας τον με το χαρακτηριστικό του ώριμο βλέμμα…

        _ Τώρα πλέον δεν σε φοβάμαι, γι΄ αυτό ήρθα. Τώρα πλέον δεν δειλιάζω μπρος   σου. Δεν τρομάζω στο αυστηρό, σκληρό σου χέρι. Γιατί πλέον συγχωρώ. Αν θες όμως ακόμα και τώρα χτύπα, ναι χτύπα. Γιατί δεν καταλαβαίνω πια. Μπορεί να νιώθει η καρδία, αλλά το σώμα παραμένει αναίσθητο. Χτύπα δεν νιώθω πια…

(αυτό δεν είναι ένα συγκινητικό παραμύθι, αλλά μια μικρή αληθινή ιστορία)

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις