Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Επιλεγμένα

Μυστική υπόκλιση

  Το εισιτήριο επικυρώθηκε τόσο αβίαστα όσο αυθόρμητη ήταν και η απόφαση όλων των εκλεκτών να βρεθούν σε αυτήν την συναυλία. Μια συναυλία που η αξία της έδινε το προσωνυμίο "δυσεύρετο" σε κάθε εισιτήριο.  Παρ' όλα αυτά εκείνος το έβαλε χωρίς δεύτερη σκέψη στην τσέπη του και σε λίγα βήματα ήταν στο σωστό θεωρείο. Ένα ακόμα βήμα και καθόταν σιωπηλός στον κεντρικό εξώστη. Όλοι οι μουσικόφιλοι γύρω συζητούσαν με εντυπωσιασμό για αυτό που σε λίγο θα διέκοπτε την συνομιλία τους. Η φήμη του μαέστρου προηγούταν της παρουσίας του. Η ιδιαίτερη ατμόσφαιρα προμήνυε κάτι το μυσταγωγικό. Τα φώτα χαμήλωσαν μαζί με τις τελευταίες κουβέντες. Όλα τα βλέμματα προσηλωμένα πλέον στο ζητούμενο που μήνες ήταν σε αναμονή. Οι ακροατές καθιστοί, μα όλοι οι επερχόμενοι δημιουργοί που εισήλθαν στάθηκαν όρθιοι. Ακολούθησε με βήμα ταχύ ο πρωταγωνιστής. Χάρισε μια βαθιά υπόκλιση, ένα πράο βλέμμα που αγκάλιασε τον κόσμο και ευθύς στράφηκε με ετοιμότητα προς τους συμπαίκτες. Όλες οι αισθήσεις τε...

"Αίφνης"

 



«Αίφνης»


(Το παρακάτω αποτελεί ένα νέο διήγημα που έγραψα και επειδή έχει ακόμα σχετικά  δοκιμαστική μορφή θα ήθελα πολύ να το διαβάσετε και να μου πείτε στο τέλος την πολύτιμη κριτική σας. Υπάρχει φυσικά σχετικό λινκ μετά το τέλος. Σας ευχαριστώ για τον χρόνο και την γνώμη σας. Και τα δύο ήταν πάντα πολύτιμα : )

 

 

Κεφάλαιο XII

 

Η κρύα κάνη του όπλου πίεζε πλέον με ένταση την πλάτη του μαυροφορεμένου που βρέθηκε αιφνιδιασμένος.

-          Για τελευταία φορά ! Που είναι ο γιός μου !

 

Η απορία αντήχησε στο κρύο δωμάτιο και η απάντηση έφτασε δυσνόητη στα αυτιά του πατέρα, καθώς ο αρχηγός της συμμορίας φορούσε κουκούλα:

-          Πρώτα αυτό που συμφωνήσαμε.

Και η χροιά του ακούστηκε παραμορφωμένη. Τα λόγια ακούστηκαν μασημένα.

Όμως ο πατέρας εστιάζοντας στην ουσία της απάντησης ήταν διατεθειμένος να φτάσει στα άκρα για να πάρει πίσω τον γιό του.

Όπλισε και ο ήχος ακούστηκε ανατριχιαστικά σαν κροτάλισμα.

Αν δεν απαντούσε ξανά, ήταν έτοιμος για σφίξει τον δείχτη.

Σιωπή. Ήταν έτοιμος να ρωτήσει για τελευταία φορά όταν ξαφνικά, είδε λίγο πιο πέρα κουρελιασμένα στο πάτωμα κάτι ρούχα του γιού του. Φαντάστηκε τα χειρότερα. Πλέον το αίμα στις φλέβες του κυλούσε τόσο ορμητικά. Το χέρι του άρχισε να τρέμει. Ο ιδρώτας της έντασης πότιζε όλο του το κορμί. Η γρήγορη ανάσα του ανατρίχιαζε τον αυχένα του αρχηγού της συμμορίας. Πλέον και τον μαυροφορεμένο αρχηγό ένα ρεύμα πανικού άρχιζε να τον διαπερνά και την ολοπρόσωπη κουκούλα του, την αισθανόταν πλέον σαν ασφυκτική θηλειά στον λαιμό του  Πήρε ακόμα μια βαθιά ανάσα. Έσφιξε τα χείλη. Πήγε να αρθρώσει την πρώτη λέξη…

 

-          Πέσε κάτω ! πέσε κάτω! Ακούστηκαν σαν κραυγές οι φωνές των υπόλοιπων της συμμορίας που κατέβαιναν τρέχοντας από τις σκάλες κρατώντας  όπλα . Άρχισαν να πυροβολούν στον αέρα.

 

ο πατέρας αιφνιδιάστηκε. Δεν άντεξε την ένταση. Δεν μπόρεσε να σκεφτεί περισσότερο. Οι κινήσεις του ήταν αντανακλαστικές. Έσφιξε τη γροθιά του.

Ο δείχτης διέγραψε την αναμενόμενη κίνηση και η σφαίρα τρύπησε με ευκολία την πλάτη του άγνωστου μαυροφορεμένου.

… Μια πτώση. Ένας πνιχτός σπαραγμός και μια κηλίδα ζεστού αίματος άρχιζε να απλώνεται στο πάτωμα, σαν να έψαχνε αφορμή για να φύγει από το άψυχο πλέον σώμα.

Σιωπή.

Οι οπλοφόροι ενεοί μπροστά στο θέαμα. Παγωμένοι.

Το βλέμμα του πατέρα έμεινε μετέωρο να κοιτάζει για λεπτά ολόκληρα το σώμα που είχε πέσει ανήμπορο στο πάτωμα. Δεν ήξερε τι έπρεπε να νιώσει. Τα μάτια του ακολούθησαν αυθόρμητα το σχήμα του σώματος  και έφτασαν στο ακίνητο χέρι του. Ο καρπός του δεξί  χεριού ήταν γυμνός, μαρτυρώντας μια ξεχωριστή ουλή… σαν από βέλος.

 

 

Κεφάλαιο XI

 

Διέκριναν πλέον από μακριά το παρατημένο σπίτι.

Κοιτάχτηκαν σιωπηλά για λίγο και προχώρησαν διστακτικά.

 Γύρω κάτι ξερόχορτα που φαίνεται να εκμεταλλεύτηκαν στο έπακρο την αμέλεια των ενοίκων. Λίγες πέτρες περιστοιχίζουν το άγονο έδαφος. Πλησιάζουν.

Πλέον τα βήματα τους ήταν πολύ προσεκτικά. Μπροστά ο πατέρας και πίσω ο Ερικ έριχνε περιστασιακά κάποιες ματιές και προς τα πίσω.

Πλέον απείχαν λίγα μέτρα από την κεντρική είσοδο.

-          Λοιπόν Ερικ, εγώ θα πάω από την πίσω πόρτα. Μείνε εσύ εδώ και περίμενε το σήμα μου.

-          Νικ, σε παρακαλώ μην κάνεις κάποια κίνηση που θα μετανιώσεις. Και το βλέμμα του έλεγε πολύ περισσότερες και βαθύτερες λέξεις.

Ο πατέρας άφησε την συμβουλή να περιπλανηθεί στον αέρα και αθόρυβα περπάτησε προς τον μουντζουρωμένο τοίχο. κόλλησε την πλάτη του στον τοίχο και έσκυψε κάτω από το παράθυρο.

Άρχισε να ακούει αχνά κάτι συνομιλίες.

-          Εδώ είναι! Ψιθύρισε όσο πιο δυνατά μπορούσε στον Ερικ και οι κόρες των ματιών του έλαμψαν από την ένταση.

Πρέπει να είναι 4-5 εκεί μέσα.

Οι παλμοί του άρχισαν πλέον να γίνονται γρηγορότεροι και πιο έντονοι. Έσφιξε το όπλο την παλάμη του και πήρε μια βαθιά ανάσα.

Περίμενε να ησυχάσουν για να σηκωθεί να δει πόσοι και ποιοι ήταν περίπου. Τεντώνει αργά, σχεδόν μηχανικά τα πόδια του. ξεπροβάλει το κεφάλι του από το πρεβάζι του παραθύρου.

-          Μας βρήκαν, μας βρήκαν! . Γρήγορα! φορέστε κουκούλες. Εσείς πίσω και γω με τον Μαικ θα πάμε … και τα επόμενα λόγια χάθηκαν μες τον πανικό και την αναταραχή των βημάτων καθώς έτρεχαν  για να προλάβουν να καλυφθούν.

«Ο Μαικ!» Σκέφτηκε… «άρα εδώ είναι! » και οι δύο κοιτάχτηκαν με το ίδιο βλέμμα που ομολογούσε ότι  πλέον ήξεραν πολύ καλά πως οι χειρότεροι εφιάλτες τους παίρναν σάρκα και οστά. Και βρίσκονταν λίγα μέτρα μακριά από το χειρότερο σενάριο.

-          Τώρα μας έχουν υποψιαστεί. Πρέπει να είμαστε πολύ προσεκτικοί! Εγώ θα πάω σιγά σιγά από πίσω, εσύ σπάσε από την άλλη.

Και έτσι έγινε.

Για λίγα λεπτά ακουγόντουσαν μόνο τα ξερά φύλλα που πατούσε με απίστευτη ευλάβεια  ο Νικ. Τα ιδρωμένα χέρια του ψηλαφούσαν κάθε σπιθαμή του τοίχου.

Σε κάθε βήμα κρατούσε την ανάσα του.

 Ακολουθώντας τον τοίχο έφτασε στο πίσω μέρος του σπιτιού.

Δεν προχώρησε πολύ και διέκρινε μια στενή, ετοιμόρροπη, ξύλινη πόρτα. Πλησίασε διστακτικά. Την άγγιξε απαλά να δει την αντοχή της.

«πρέπει να μπω τώρα» και δεν το σκέφτηκε για πολύ. Το επόμενο του βήμα ήταν πλέον μέσα από την πόρτα ενός σκοτεινού δωματίου που η υγρασία του σε έπνιγε. Λύγισε περίτεχνα το σώμα του και με το που βρέθηκε μέσα διέκρινε μια σκιά να μαυρίζει το πάτωμα.

«κάποιος έμεινε εδώ να φυλάει την πίσω μεριά» σκέφτηκε, και αυτή η σκέψη τον έκανε να  σφίξει με περισσότερη δύναμη το μικρό όπλο στα δάχτυλα του. Σύρθηκε λίγα βήματα δεξιά και είδε την πλάτη ενός μαυροφορεμένου άνδρα να στέκεται ακίνητος, στυλωμένος  και να κοιτάει με ένταση από το παράθυρο. Η απόσταση ήταν μικρή και όμως ο Νικ κατάλαβε πως δεν τον είχε αντιληφθεί. Έπρεπε να το εκμεταλλευτεί. Το πλακόστρωτο πάτωμα διευκόλυνε την προσέγγιση.

Το φως του φεγγαριού έπεφτε τόσο απαλά που δεν ήταν αρκετό να φανερώσει τα χαρακτηριστικά του άντρα. Η κουκούλα στο πρόσωπο του, του μετέδιδε ένα αίσθημα τρόμου, ταραχής.

«Αυτός πρέπει να είναι ο αρχηγός τους» σαν να του ψιθύρισε η διαίσθηση του, την οποία πράγματι εμπιστευόταν αρκετά συχνά τελευταία. Πλέον είχε ένα ακόμα πιο προκλητικό κίνητρο.

Τα επόμενα εκατοστά που διέγραψε με τον διασκελισμό του, του φάνηκαν χιλιόμετρα και ο χρόνος σαν να πάγωσε. Πλέον ήταν μια ανάσα από την μαυροφορεμένη φιγούρα.

Γέμισε τα πνευμόνια του με μια κοφτή ανάσα και έσφιξε όλους του τους μύες.

Τέντωσε με επιδεξιότητα απότομα το χέρι που κρατούσε το όπλο.

Η κρύα κάνη του όπλου πίεζε πλέον με ένταση την πλάτη του μαυροφορεμένου που βρέθηκε αιφνιδιασμένος.

 

 

 

 

 

 

 

 

Κεφάλαιο Χ

 

«Γιατί να είναι τόσο δύσκολο; Γιατί; » ρωτούσε τον εαυτό του ο Νικ συνεχώς, καθώς περπατούσε με νευρικό βήμα παράλληλα της μεγάλης λεωφόρου. Το βουητό των οχημάτων γινόταν ιδιαίτερο εκνευριστικό σε μια στιγμή αδιεξόδου όπως αυτή. Ο Χάρι πλέον δεν δικαιούταν να απασχολήσει χώρο στο μυαλό του. όλη του η ενέργεια, όλη του σκέψη ήταν στον μικρό γιό. Το «Πού» είχε μπει σε τροχιά γύρω από το νου του τις τελευταίες δύο μέρες και δεν έμελλε να προσγειωθεί ποτέ με μια εύκολη απάντηση. Το βλέμμα του ήταν ασάλευτο και το ερυθρόμορφο φανάρι μπροστά του στεκόταν τόσο ενοχλητικά. Ο Ερικ λίγο πιο πίσω ακολουθούσε τον Νικ βαστάζοντας την ίδια ερωτηματική αντωνυμία. 48 ολόκληρες ώρες και δεν μπορούσαν να βρουν που είχαν κρύψει τον Τζον. Το φανάρι έδωσε την ευκαιρία στον Μαικ να ανασύρει τον Νικ από τον δαίδαλο των σκέψεων του.

-          Λοιπόν, πάμε να πάρουμε ένα καφέ, να πάρεις μια ανάσα και να σκεφτούμε πιο καθαρά, του πρότεινε.

-          Πράγματι, ούτε στις χειρότερες υπερωρίες μου δεν έχω μείνει τόσες ώρες άυπνος.

Τον έπιασε φιλικά από τον ώμο και περπάτησαν σιωπηλοί μέχρι το κοντινό καφέ.

Απόγευμα.

Ο ήλιος είχε βαλθεί να ρίχνει όλες τις αποχρώσεις του βαθύ πορτοκαλί στο μικρό μαγαζί. Η μυρωδιά του ζεστού καφέ ανακούφισε κάπως τον πατέρα.

-          Λοιπόν, είπε ο Ερικ σπάζοντας το μονότονο της σιωπής, ρώτησα και γω κάποιους γνωστούς μου και μερικούς γείτονες αν είχαν δει τις τελευταίες μέρες μαζί ή τον Μαικ μου ή τον γιό σου και δεν πήρα κάποια απάντηση, τι να σου πω ο Μαικ..

Ηχούσε τόσο εκνευριστικά αυτό το όνομα στα αυτιά του πατέρα. Όλες τις προηγούμενες φορές που τον είχε συναντήσει μόνο απέχθεια και φθόνο αισθανόταν για αυτό το πρόσωπο. Κάθε φορά που συναντιόντουσαν τα βλέμματα τους στάζανε δηλητήριο, ο καθένας βέβαια για διαφορετικούς λόγους. Τα αστείρευτα λεφτά του Νικ, καθώς και η περήφανη επίδειξη τους, προκαλούσαν τόσο ερεθιστικά τον Μαικ που και ο ίδιος απορούσε πως δεν του έχει φυτέψει ακόμα μια σφαίρα κάπου στο σώμα. Από την άλλη ο Νικ τρελαινόταν και  μόνο στη σκέψη ότι  αυτός μπορούσε να είναι ένα ακόμα μέλος από αυτούς που εξαφάνισαν τον Τζον.

 Ένα ρίγος τον διαπέρασε.

 Όμως συγχρόνως  το γεγονός ότι απέναντί του στεκόταν ο ίδιος ο πατέρας του και τον βοηθούσε του έδινε κάποια αισθήματα παρηγοριάς.

-          Ύστερα προσπάθησα να ψάξω στα email του και κοίταξα να δω μήπως είχε στείλει κάποιου είδους αλληλογραφία με χειρόγραφο γράμμα κλπ, ωστόσο δεν μπόρεσα να βρω κάποιο στοιχείο. Μάλλον κάνανε τις συνεννοήσεις από κοντά και από στόμα σε στόμα, συνέχισε ο Ερικ ρίχνοντας ένα αφηρημένο βλέμμα στους περαστικούς που διέσχιζαν με γοργό βήμα τον πεζόδρομο.

-          Δεν μπορεί , κάποιο μέρος θα μας έχει διαφύγει. Κάτι θα έχουμε ξεχάσει!

-          Δεν μπορώ να σκεφτώ δυστυχώς κάτι παραπάνω. Με το αμάξι γυρίσαμε τη μισή πόλη εδώ και τόσες ώρες, μη νομίζεις και ότι η αστυνομία θα μπορούσε να κάνει κάτι παράπ..

-          Φυσικά και θα μπορούσε! Διέκοψε απότομα ο Νικ. Αυτή είναι η δουλειά τους και πιθανότατα να είχαμε ήδη ξεμπερδέψει αν δεν μας απειλούσαν με τέτοιο θράσος αυτοί οι καταραμέν… και πριν ολοκληρώσει την πρόταση του έβαλε το πρόσωπο στις χούφτες του και ξεφύσησε με ένα αίσθημα οργής και αναστεναγμού.

Ήπιε μια γερή γουλιά καφέ και την άφησε να κυλήσει αργά, σαν αναλγητικό, στον λαιμό του.

Πλέον ακουγόταν μόνο ένα μουρμουρητό από τις παρέες που κάθονταν παραδίπλα.

-          Να σε ρωτήσω Ερικ ; εσύ δεν υποψιαζόσουν ποτέ πως ο γιός σου μπορεί να κάνει κακό σε κάποιον ; φανταζόσουν ότι θα φτάσει να κάνει κάτι τόσο αποτρόπαιο ;

Ο Ερικ, έσφιξε αμήχανα τα δάχτυλα στο πιγούνι του.

-          Ξες κάτι Νικ, όλοι φαινόμαστε καλοί μέχρι να αποδειχθεί το αντίθετο, ή μέχρι να μας το φανερώσουν οι δύσκολες καταστάσεις της ζωής. Ο γιός μου θα μπορούσε να ήταν ο γιός σου και οποιοδήποτε άλλο παιδί. Βέβαια αυτό δεν ελαφραίνει το βάρος της συνείδησης  μου… εύχομαι μόνο να μην του έχει κάνει κάποιο κακό. αλήθεια το εύχομαι.

-          Και γω… αλήθεια όμως, ποιος είναι ο βαθύτερος λόγος που με βοηθάς ; εννοώ θα μπορούσες απλά να αδιαφορήσεις ή στην χειρότερη να μοιραστείς το ίδιο μίσος του γιού σου προς εμένα.

Ο Ερικ χαμογέλασε σκύβοντας το κεφάλι.

-          Νομίζω το καλύτερο στη ζωή  είναι να μην επαναλαμβάνουμε τα λάθη μας, πόσο μάλλον να αναπαράγουμε των άλλων. Το γεγονός ότι σε φθονούσε ο γιός μου, και ακόμα σε φθονεί, δεν αλλάζει κάτι ως προς την θέση μου απέναντι σου. Ξέρεις από παλιά τί σχέση είχαμε μεταξύ μας. Άλλωστε αυτός ο φθόνος πιστεύω πως οφείλεται στις παρέες που είχε τα τελευταία χρόνια ο Μαικ.

Κούνησε συγκαταβατικά το κεφάλι και άφησε και πάλι την σιωπή να πάρει τον χρόνο που της άρμοζε.

-          Τώρα όμως που το λες. Αυτές οι παρέες του Μαικ κάτι σαν να θυμάμαι να συζητούσαν

-          Τι εννοείς ;

-          Βασικά, τον τελευταίο καιρό ο Μαικ ερχόταν αρκετά αργά σπίτι και δεν ήταν το ίδιο ευδιάθετος με πριν. Σαν να τον απασχολούσε κάτι σημαντικό. Βέβαια ούτε εγώ ούτε η Μόνικα δεν μπορέσαμε να του «ψαρέψουμε» κάποια απάντηση, και όλα κατέληγαν στο «έλα τώρα, πώς κάνετε έτσι, δεν γίνεται κανείς να γελάει κάθε μέρα σαν κλόουν δηλαδή έλεος! ». Όμως στις λίγες φορές που δεχόταν λίγες κουβέντες στις σπάνιες συζητήσεις μας ρωτούσε συχνά γιατί δεν πηγαίνουμε διακοπές τα καλοκαίρια στο εξοχικό. Αρκετά παράξενη τροπή της συζήτησης βέβαια, αλλά δεν έβρισκα κάποιο ισχυρό επιχείρημα για να μην την συνεχίσω. Ωστόσο ...

Και έκανε μια παύση για να σκεφτεί,

 η απάντηση είναι αυτονόητη καθώς το έχουμε παρατήσει εκείνο το διαμέρισμα εδώ και χρόνια, και πλέον έχει σχεδόν σαπίσει. Όμως τις προάλλες που…

Νικ! Σήκω! Σήκω! Πάμε γρήγορα στο αμάξι, είπε με απρόσμενη ένταση και πέταξε ένα τάλιρο στο τραπέζι τεντώνοντας απότομα τα πόδια του για να σηκωθεί.

-          Τι ; τί έγινε ;

-          Θα σου πω λεπτομέρειες στο δρόμο, φύγαμε!

Και κατευθυνόμενος προς την έξοδο έσπρωξε με ορμή την πόρτα που κρεμόταν από τους ετοιμόρροπους μεντεσέδες της. Ξεχύθηκε κατευθείαν ανάμεσα στον πολυάσχολο κόσμο και έσπρωχνε που και που συνοδεύοντας το σκούντημά του με ένα κοφτό «ε με συγχωρείτε, με συγχωρείτε! »

Ο Νικ από πίσω αλαφιασμένος έτρεχε σχεδόν για να μην τον χάσει. Ο Ερικ πλέον αδιαφορούσε για οτιδήποτε γινόταν γύρω του. ο Νικ ήταν σίγουρος πως θα τον έχανε όταν ξαφνικά φάνηκε ελπιδοφόρο το κόκκινο φανάρι για τους πεζούς. Έτρεξε να τον φτάσει. Πλησιάζει και με λαχανιασμένη φωνή του πρόφερε μια λέξη σε κάθε εκπνοή ;

-          Που .. πάμε ; … τί .. έγινε ;!

Ο Ερικ τον έπιασε από τους ώμους και τον κοίταξε κατάματα.

-          Λίγες μέρες πριν απαγάγουν τον γιό σου, η Μόνικα γυρνούσε από κάτι ψώνια στην αγορά. Την ρώτησα τα νέα της και αυτή μου απάντησε πως.. «Ναι, όλα καλά αγάπη μου.. τα συνηθισμένα. Α είδα και τον Μαικ στον δρόμο. Ήταν σε ένα μαγαζί δίπλα στη δουλειά του, νομίζω ήταν ένα μαγαζί για αντικλείδια, μας έσπασε κάποιο κλειδί Ερικ ;» και γω τότε δεν έδωσα σημασία, όμως καταλαβαίνεις αυτό τι σημαίνει Νικ ; Καταλαβαίνεις ;!

Ο Νικ δεν απάντησε μόνο συνέχιζε να τον κοιτάει στα μάτια και μετά από λίγα δευτερόλεπτα βλέποντας το πράσινο φως να ανάβει έτρεξε να περάσει τον δρόμο και να μπει στο αμάξι .

Έκλεισε με δύναμη την πόρτα και μόλις μπήκε και ο Ερικ σχεδόν βουτώντας στο κάθισμα έβαλε μπρος την μηχανή.

Πλέον ήταν στο τελευταίο βήμα.

Και το ξέραν πολύ καλά και οι δυο τους.

Τις επόμενες ώρες το μόνο που ακουγόταν ήταν οι κοφτές οδηγίες του Ερικ για το που να στρίψει και ένας σταθμός στο μισοχαλασμένο ραδιόφωνο που περνούσε εντελώς αδιάφορος. Πλέον ο καθένας σκεφτόταν το δικό του σενάριο, τη δική του τραγική εκδοχή. Η απόσταση προς τον στόχο τους μειωνόταν σε αντίθεση με την θύελλα των σκέψεων και των συνειρμών που γέμιζαν ασφυκτικά το νου τους.

-          Εδώ! Σταμάτα εδώ και θα περπατήσουμε, επισήμανε ο Ερικ και ο Νικ έσβησε τη μηχανή.

Γύρω τους λιγοστά σπίτια. Μια μεγάλη πεδιάδα και το νωπό χώμα και η λιγοστή βλάστηση παρέπεμπε σε στέπα. Μια απαλή ομίχλη είχε κατέβει για να δώσει έναν ακόμα πιο μυστηριώδη τόνο στο τοπίο. Προχώρησαν αρκετά σε ένα λασπόδρομο και οι πατημασιές τους γίνονταν ολοένα και πιο ευδιάκριτες. Το λιγοστό φως τους επέτρεπε να βλέπουν μόνο λίγα μέτρα μπροστά τους.

Περπάτησαν αρκετή ώρα και τότε ανάμεσα από κάτι ξερά δέντρα,

 Διέκριναν πλέον από μακριά το παρατημένο σπίτι.

 

Κεφάλαιο VIIII

 

-          Ναι , όμως από πού να ξεκινήσουμε; Τα στοιχεία μας είναι ελάχιστα. Και μόνο το γεγονός ότι κατάφερα να σε συναντήσω νομίζω πρέπει να το αποδώσω στην τύχη.

Πράγματι, ο Νικ δεν είχε και πολλές επιλογές και κανείς θα μπορούσε να πει πως ήταν πολύ μακριά ακόμα και από το πρώτο βήμα.

-          Λοιπόν, είπε με θάρρος ο Ερικ που εδώ και αρκετή ώρα έπλεκε τα δάχτυλα στα πυκνά μαλλιά του μήπως και αναδυθεί κάποια φαεινή ιδέα.

-          Χμμ, ξες τι σκέφτομαι, είπε σχεδόν ψιθυριστά, πρέπει να κάνουμε την ίδια διαδρομή που έκανε και ο γιό σου σήμερα. Κάθε μέρος, κάθε τετραγωνικό μέτρο να το διασχίσουμε βήμα-βήμα, και να ρωτήσουμε όποιον άνθρωπο είναι πιθανό να μίλησε ή να τον είδε.

-          Πράγματι, μόνο αυτό μπορούμε να κάνουμε…

Το αμάξι ήταν ήδη παρκαρισμένο στο απέναντι πεζοδρόμιο. Κατέβηκαν τα σκαλοπάτια του σπιτιού του Ερικ και ο Νικ γύρισε το κλειδί. Πρώτος σταθμός η δουλειά του Τζον.

Ο Τζον αν και 25 χρονών σχεδόν, δεν μπορούσε να πει κανείς ότι είχε βρει δουλειά αντίστοιχη των ικανοτήτων και των σπουδών του. Ήταν ένας απλός γραμματέας σε ένα λογιστικό γραφείο. Σίγουρα μπορούσε και καλύτερα, όμως αυτή η επιλογή ίσως φανέρωνε την γενικότερη αδιαθεσία του για κάτι πιο επαγγελματικό και μόνιμο. Είχε λίγα χρόνια που είχε αποφοιτήσει και αυτή η δουλειά, λίγα τετραγωνικά πιο μακριά από το σπίτι του, ήταν για αυτόν η ιδανική λύση.

Το γέρικο αμάξι του Νικ πάρκαρε γρήγορα και επιδέξια έξω από τη δουλειά του γιού του. Ένα κτήριο ίσως πιο ηλικιωμένο και από αυτόν, με τις φτηνές μαρμάρινες σκάλες να φαίνονται τριμμένες από το βάρος των περαστικών. Έφτασε στο σωστό όροφο και χτύπησε το κουδούνι, ο Ερικ περίμενε υπομονετικά στο αμάξι.

Η πόρτα άνοιξε διστακτικά.

-          Καλημέρα..

-          Καλημέρα σας, απάντησε με ένα καχύποπτο ύφος ο υπεύθυνος του γραφείου

-          Ναι, είμαι ο πατέρας του Τζον που δουλεύει εδώ στο γραφείο σας ξέ…

-          Ναι ναι ο Τζον, επανέλαβε διώχνοντας συγχρόνως και ένα μεγάλο μέρος της ανησυχίας του

-          Ναι, ήθελα λίγο να σας ρωτήσω, χθες το πρωί ήρθε κανονικά στη δουλειά ;

-          Μάλιστα, δούλευε 7 – 3, όμως βέβαια, μιας και το ρωτάτε, έφυγε πιο νωρίς εκτάκτως, γιατί είπε πως είχε μια επείγουσα συνάντηση λίγο πιο μακριά. Δεν είχαμε πολύ δουλειά σήμερα, οπότε δεν βρήκα λόγο να του το αρνηθώ. Του είχα βάλει και ρεπό σήμερα άλλωστε.

-          Σας είπε, μήπως που θα πήγαινε ; έστω κάτι ;

-          όχι όχι, άλλωστε δεν είναι και δουλειά μου να το κάνω αυτό.. είπε και κοίταξε για λίγα δευτερόλεπτα σιωπηλά τον πατέρα.. Σίγουρα είναι όλα καλά ; Γιατί  με ρωτάτε αλήθεια ; δεν ήρθε σπίτι χθες ;

-          ε τι να σας πω… καλά εντάξει ευχαριστώ

και αυτό το θλιμμένο «ευχαριστώ» ακούστηκε τόσο άβολα στα αυτιά του λογιστή.

-          Ναι.. ελπίζω να βοήθησα, είπε χαμηλόφωνα καθώς ο πατέρας είχε κατέβει ήδη τις σκάλες και δεν ωφελούσαν πλέον οι τυπικότητες.

Άνοιξε την πόρτα κάπως νευρικά και έπιασε κατευθείαν το τιμόνι.

-          Πάμε στην καφετέρια πιο δίπλα, ξέρω ότι εκεί δουλεύει η Κάθριν μια πολλή καλή του φίλη. Περνάει σχεδόν κάθε μέρα από κει για να πάρει καφέ. Πάμε. Είπε κοφτά.

Πράγματι. Δεν ήταν μακριά, ωστόσο, ήταν πρωί ακόμα και όλος ο κόσμος πήγαινε στις δουλειές του. το κέντρο της πόλης ήταν πλέον ένα συνεχές μποτιλιάρισμα συνοδευμένο με μια παραφωνία από κόρνες και ακατανόητες βρισιές οδηγών και διαβατών. Ο Νικ ήδη εκνευρισμένος από την πρωινή αναταραχή και γεμάτος στο μυαλό του αδιέξοδα δεν επέτρεπε στον εαυτό του να έχει παραπάνω υπομονή. Διπλοπάρκαρε το αμάξι, πάτησε με βία τα alarm και άνοιξε απότομα την πόρτα ξεστομίζοντας ένα «έχε το νου σου, αν έρθει κανένας πες ότι έρχομαι σε ένα λεπτό». Έστρωσε καλύτερα το δερμάτινο μπουφάν του στους ώμους του και άνοιξε αποφασιστικά το βήμα του. Πέρασε κάθετα το πεζοδρόμιο και έσπρωξε με την σκληρή παλάμη του την πόρτα τραντάζοντας αναπόφευκτα το καμπανάκι που κρεμόταν δεξιά πάνω της.

-          Καλημέρα, τι θα θέλατε; Είπε με χαρακτηριστική καλοσύνη η νεαρή μελαχρινή κοπέλα πίσω από τον πάγκο. Ήταν στην ηλικία του γιού του και ευχόταν ο Τζον να είχε και το ίδιο χαμόγελο με αυτήν.

-          Καλημέρα Κάθριν. Είπε μουντά ο Νικ αιφνιδιάζοντάς την. Είμαι ο πατέρας του Τζον. Ξέρω ότι περνάει καθημερινά από δω το πρωί για να πάρει καφέ και να σε δει. Μπορείς σε παρακαλώ να μου πεις αν ήρθε χθες από δω;

-          Ε .. ψύλλιασε και κατάπιε λίγο για να αρθρώσει τις πρώτες λέξεις.

Ε ναι… ήρθε κανονικά και μετά είπε πως θα πήγαινε στη δουλειά.

-          Δεν σου είπε τίποτα άλλο;

-          Ναι … δεν ήταν και πολύ ευδιάθετος, και η τελευταία φράση ήχησε σαν αντίλαλος στο κεφάλι του πατέρα θυμίζοντας του τις έντονες διαφωνίες που είχανε τον τελευταίο καιρό.

-          Ναι ..  χθες που ήρθε και τον ρώτησα για τα νέα του μου είπε πως μετά την δουλειά θα βρισκόταν με κάτι γνωστούς του.

-          Με τους κολλητούς του, τον Τζιμ και τον Κειν ;

-          Όχι με την άλλη παρέα, τον Φράνκι, τον Τζόνι και τον Μαικ, του οποίους είχε να δει καιρό βέβα..

-          ..Αλήθεια ;! είπε έντρομος συνειδητοποιώντας τι σήμαιναν αυτά τα ονόματα.

Είσαι σίγουρη ; με αυτούς ; χθες μετά την δουλειά ;

-          Ε ναι.. είπε φοβισμένη κάπως η Κάθριν.. γιατί του συνέβη κάτι ;

-          Δεν νομίζω ότι έχω χρόνο να σου εξηγήσω, εύχομαι κάποια στιγμή να σου τα εξηγήσει όλα ο ίδιος ο Τζον, αλλά και σε μένα… και έφυγε αυτή τη φορά ακόμα πιο ταραγμένος παρασέρνοντας στο διάβα του τις χαρτοπετσέτες του πάγκου.

Μπήκε με ορμή στο αμάξι και ο Ερικ τον κοίταξε με ένα βλέμμα απορίας

-          Όλα καλά ;

-          Είχες δίκιο, ο γιός σου με την παρέα σου κάνανε τη δουλειά!

-          Τι εννοείς ;

-          Τι να εννοώ ; του στήσανε παγίδα! Το καταλαβαίνεις ;!! Του τη στήσανε! αυτοί οι αλήτες, του το παίζανε τόσο καιρό και καλά «φίλοι» του και μόλις κέρδισαν την εμπιστοσύνη του, του τη φέρανε! Τόσο καιρό αυτό σχεδιάζανε.  Τον περίμεναν έξω μετά την δουλειά και λογικά με το που μπήκε στο αμάξι τους τον δέσανε, του σπάσαν το κινητό και ίσως και να τον χτύπ.. και δεν άντεξε άλλο. Και μόνο αυτή η φρικτή εικασία τον λύγισε. Ακούμπησε το μέτωπο του στην κορυφή του τιμονιού και τα χέρια του έπιασαν το κεφάλι του.

Ο Ερικ πιο δίπλα βουβός. Ήταν μια στιγμή που ο ίδιος αφοπλισμένος από επιχειρήματα και φτηνές λύσεις έμενε να τον κοιτάζει βουρκωμένος. Και μόνο που ο γιός του τόλμησε να κάνει αυτό στον Τζον, τον έφερνε σε πολύ δύσκολη θέση το μόνο αίσθημα που φαινόταν να έρχεται στην επιφάνεια, ήταν η ντροπή. Ο πόνος. Μια απεγνωσμένη προσπάθεια να συμπάσχει.

Τα alarm ακόμα ακούγονταν ρυθμικά και μερικά κορναρίσματα των αμαξιών που περνούσαν με ταχύτητα από δίπλα σήκωσαν και πάλι το κεφάλι του Νικ.

Σκούπισε βιαστικά με το μπράτσο τα μάτια του και γύρισε για μια ακόμα φορά το κλειδί. Θα πατούσε το γκάζι, όμως ο Ερικ τον διέκοψε.

-          Που πας ; δεν μπορούμε να πάμε πουθενά ! Πρέπει τώρα να μάθουμε πού τον πήγαν. Δεν έχει νόημα να γυρνάμε από δω και από …

-          …Ναι. Το λες εσύ που δεν έχεις τον γιό σου δεμένο και πεταμένο πιθανότατα σε ένα υπόγειο με μια παρέα από αλήτες να τον έχουν κυκλώσει και να περιμένουν τα λεφτά σου. Είναι εύκολο να μιλάς όταν δεν βλέπεις τον γιο σου να χάνεται, είναι εύκολο να μιλάς όταν δεν ξέρεις. Και εσύ ΔΕΝ ξέρεις! Οποιαδήποτε συμβουλή σου μου είναι άχρηστη το κατάλαβες. παντελώς ΑΧΡΗΣΤΗ. Και ξες ποιο θα ήταν το καλύτερο που μπορείς να κάνεις αυτή τη στιγμή; να ΣΚΑ-ΣΕΙΣ!!

Και πράγματι, δεν είχε και άλλη επιλογή ο Ερικ, παρά να εφαρμόσει πιστά την οργισμένη συμβουλή του Νικ. Έδειχνε πλήρη κατανόηση.

Οι ανάσες του Νικ ακούγονταν βαριές. Οι ώμοι του ανεβοκατέβαιναν προσπαθώντας να γεμίσει το σώμα του με αέρα και ψυχραιμία..

Σιωπή.

Σχεδόν εκκωφαντική σιωπή.

-          Συγγνώμη, είπε βγάζοντας το με ανακούφιση και πόνο

Συγγνώμη, αλλά καταλαβαίνεις… δεν … δεν…

-          Μην ανησυχείς Νικ. Μην ανησυχείς. Κοίτα, πάμε έξω να περπατήσουμε και νομίζω πως έχω μια ιδέα.

Ένευσε συγκαταβατικά και άνοιξε για μια ακόμη φορά την πόρτα στερεώνοντας τα πόδια του στο πεζοδρόμιο.

Προχωρούσε κοιτάζοντας πάντα το έδαφος. Περνούσαν τόσες διαφορετικές εικόνες από μπροστά του και όμως καμία δεν τον συγκινούσε. Όλες του ήταν αδιάφορες. Περιττές, επίμονα ενοχλητικές. Άφησε για λίγο τον νου του να ανατρέξει σε όλες τις συγκινητικές στιγμές που είχε αφιερώσει λίγο χρόνο με τον γιό του. Δεν ήταν πάρα πολλές μα ήταν μοναδικές. Και οι αναμνήσεις αυτές κάνανε τον πόνο πιο βαθύ, πιο οξύ, ραγίζοντας σιγά σιγά και τα τελευταία κομμάτια της καρδιάς του. κάθισαν σε ένα παγκάκι μέσα σε ένα σκιερό πάρκο. Αρκετά ανακουφιστικό. Απρόσμενα αναπαυτικό.

-          Λοιπόν, τόλμησε να αρχίσει την κουβέντα ο Ερικ. Το σημαντικό είναι πως ξέρουμε ποιοι τον έχουν και πότε τον πήραν. Μένει να βρούμε το «πού».

-          Σωστά.. κοίτα δεν μπορεί να τον έχουνε πάει και πάρα πολύ μακριά γιατί σκέψου από το μεσημέρι μετά την δουλειά μέχρι την στιγμή του τηλεφωνήματος δεν πέρασαν πάνω από 12 ώρες.

-          Ναι..

-          Επίσης, να ενοικιάσαν σπίτι μου φαίνεται αρκετά απίθανο. Δεν θα έδιναν τόσο εύκολα τα στοιχεία τους σε κάποιον και αυτοί ήταν και οργανωμένοι.

Το μόνο που σκέφτομαι είναι μήπως βρήκαν κάποιο παρατημένο γκαράζ ή κάποιο εγκαταλελειμμένο σπίτι. Ή ακόμα βασικά ακόμα και κάποιο σπίτι κανενός γνωστού τους που τους το εμπιστεύτηκε.

Αλλά και πάλι υπάρχουν τόσα πολλά, που θα μας πάρει μέρες. Και μη ξεχνάς μου απομένει άλλη μιάμιση μέρα, και κοίταξε με αγωνία τον λεπτοδείκτη του ακριβού του ρολογιού, του οποίου η ανεκτίμητη αξία δεν ήταν ικανή να επιβραδύνει τον αδυσώπητο χρόνο.  

Πέρασε τουλάχιστον μια ώρα συζητώντας για το πού μπορεί να έχουν κρυφτεί για το πώς και προς τα που μπορεί να έφυγαν. Μάταια όμως. Κάθε ερώτηση κατέληγε σε αδιέξοδο. Κάθε ερωτηματικό έβρισκε ένα αξεπέραστο εμπόδιο.

Σηκώθηκαν σιγά σιγά από το ξύλινο παγκάκι και συνέχισαν να περπατάνε δίπλα από τα εμπορικά μαγαζιά και ανάμεσα από τον πυκνό κόσμο που κρατούσε σφιχτά τις πολύχρωμες σακούλες του.

Έφτανε αργά το μεσημέρι, τα σύννεφα είχαν αρχίσει να πυκνώνουν και ένας άνεμος φυσούσε απαλά ανακουφίζοντας όσους αντιστέκονταν στο διάβα του.

Κάποια στιγμή σήκωσε αυθόρμητα ο Νικ το κινητό του από την πίσω τσέπη και είδε αλλεπάλληλες κλήσεις από την Βερόνικα. Όσο και να ανησυχούσε, είχε αποφασίσει να την πάρει μόλις έχει τον γιό τους στην αγκαλιά του.

Όλη η μέρα μέχρι και το απόγευμα πέρασε στους δρόμους συζητώντας με τον Ερικ για τις πιθανές λύσεις και διεξόδους. Δεν ήξεραν που να κινηθούν. Κάθε άσκοπη κίνηση μπορούσε να τους στερήσει πολύτιμο χρόνο, πολύτιμη ενέργεια. Είχαν γυρίσει με το αμάξι κάθε γωνία της πόλης και κυρίως στα αθέατα σημεία της οπού ήταν και πιο συχνά τα εγκαταλελειμμένα κτήρια και τα παρατημένα σπίτια. Έψαχναν έστω και ένα στοιχείο. Έστω και μια ακρούλα του μίτου για να μην χαθούν στον δαιδαλώδη λαβύρινθο των πιθανοτήτων και τον περιπτώσεων.

Η ώρα περνούσε και για μια ακόμη φορά ο Νικ βρισκόταν στους πλατείς πεζόδρομους της πόλης.

«Γιατί να είναι τόσο δύσκολο; Γιατί; » ρωτούσε τον εαυτό του ο Νικ συνεχώς, καθώς περπατούσε με νευρικό βήμα παράλληλα της μεγάλης λεωφόρου.

 

 

Κεφάλαιο VIII

 

« Αυτοί. Ναι  αυτοί σκάρωσαν όλη την δουλειά. Δεν βγαίνει άλλη εξήγηση» έλεγε από μέσα του ο Νικ προσπαθώντας να ξεχάσει όλους τους υπόλοιπους εχθρούς του και να πάρει μια γερή δόση θάρρους πως βρήκε το πρώτο στοιχείο.

«Και τώρα ; είμαι μόνος » συλλογίστηκε και ψηλάφησε αυθόρμητα το όπλο που είχε κρυμμένο στην άκρη του παντελονιού του. Δεν σκεφτόταν σε καμία περίπτωση να το χρησιμοποιήσει. Σχεδόν το μισούσε. Η μόνη του σχέση με αυτή την ωμή μορφή βίας ήταν στην θητεία του στρατό. Η τρέλα και το ζεστό αίμα της νεότητας τον είχαν σπρώξει στις ειδικές δυνάμεις. Δεν το είχε μετανιώσει, όμως τον τρέλαινε η ιδέα ότι μπορεί να κουβαλάει όπλο, πόσο μάλλον να το οπλίσει.

«ΟΧΙ. Ποτέ . ΠΟΤΕ» φώναξε στον εαυτό του σαν να ήθελε να ξυπνήσει από ένα κακό όνειρο, να ξεχάσει το ενδεχόμενο του χειρότερου του εφιάλτη.

Κούνησε το κεφάλι του για να τινάξει γύρω τις αχρείαστες σκέψεις και σηκώθηκε από τον δερμάτινο καναπέ.

«Πρέπει να βρω κάποιον που να ξέρει, κάποιον που να μπορώ ίσως να εμπιστευτώ» και το τελευταίο ρήμα του φάνηκε κάπως αστείο καθώς θυμήθηκε πως η ζωή ενός μεγιστάνα πλούσιου επιχειρηματία απαγορεύει σχέσεις αληθινής εμπιστοσύνης, εκμυστήρευση βαθύτερων προβλημάτων και συναισθηματισμούς.

«Όμως ποιόν;  Πώς ;; κάποιο κοντινό πρόσωπο ; όχι δεν γίνεται να το μάθουν ακόμα συγγενείς και κοντινά πρόσωπα, δεν γίνεται.. μα.. ποιος ;»

Έριξε μια κλεφτή ματιά στο μεγάλο ρολόι πάνω στο τζάκι. Κόντευε έξι το πρωί. Οι πρώτες ηλιαχτίδες σκαρφάλωναν στις στέγες των σπιτιών και τα πρώτα σπίτια άνοιγαν διστακτικά τα παράθυρα τους. βγήκε για λίγο στο μπαλκόνι και κοίταξε την πόλη. Ήσυχη. Ακόμα βουβή. Λίγοι καπνοί από μερικούς φούρνους έδιναν ένα πιο σπιτικό τόνο στο πρωινό κλίμα. Η υγρασία των πρώτων ωρών της ημέρας πότιζε αδιόρατα όλη την περιοχή και ένα διαπεραστικό κρύο έκανε τον Νικ να αναριγήσει.

«Ποιος ; Ποιος ;»

Έτριψε με απορία τα δάχτυλα στο σκληρό του πιγούνι.

«Χμ , λες να πω σ΄ αυτόν ; δεν ξέρω ; Δεν έχω τίποτα να χάσω βέβαια.. όμως» μια συνεχή αμφιβολία στεκόταν ακλόνητο εμπόδιο στην κάθε προσπάθεια του να πει «ναι». Ήταν μάλλον αυτή η έλλειψη εμπιστοσύνης, σκέφτηκε…

Δεν υπήρχε και άλλη διέξοδος είχαν περάσει μόλις λίγες ώρες από την απαγωγή και ο ιδρώτας μόλις που είχε στεγνώσει στο μέτωπο του.

«Λοιπόν θα πάω να του μιλήσω. Πρέπει να πάω. Τώρα».

Μπήκε μέσα. Φόρεσε βιαστικά τα παπούτσια του και άρπαξε με μια αέρινη επιδεξιότητα το δερμάτινο μπουφάν το σέρνοντάς το πάνω από τον όμως του. ο καλόγερος τρεμόπαιξε μέχρι να σταθεί και πάλι στην θέση του.

Κατέβηκε σχεδόν πηδώντας τα σκαλιά. Έβγαλε το κλειδί από την τσέπη του μπουφάν του και στην επόμενη κίνηση η μηχανή βρυχιόταν απειλητικά. Κοίταξε από το θολό τζάμι του αυτοκινήτου το σπίτι του και την Βερόνικα που είχε κολλήσει το πρόσωπο της στο παράθυρο του μπαλκονιού, με ένα βλέμμα πόνου, απόγνωσης, φόβου μα και ελπίδας .

«Θα γυρίσω μόνο αν έχω το γιο το διπλανό κάθισμα» ψιθύρισε και ήταν σίγουρος πως τον άκουσε με κάποιο μαγικό τρόπο η γυναίκα του. Με αυτό τον τρόπο που σε καταλαβαίνουν οι καλύτεροι σου φίλοι, που σε «διαβάζουν» οι αγαπημένοι σου άνθρωποι.

Άφησε το πόδι από τον συμπλέκτη μαζί με το σπίτι του, και χάθηκε στον κεντρικό δρόμο.

Έπρεπε να πάει σπίτι του.

Πέρασε μερικά φανάρια, έστριψε σε δύο στενά, κάτω από την χαρακτηριστική γέφυρα και αμέσως δεξιά από το πάρκο εκείνης της γειτονιάς.

«Κάπου εδώ πρέπει να είναι. Κάπου εδώ. Έλα έλαα» και χτυπούσε νευρικά τα δάχτυλα στο τιμόνι.

«Α να δίπλα από το κόκκινο κτήριο. Τώρα θυμήθηκα. Πρώτο όροφο»

Και έστριψε απότομα αριστερά. Πάρκαρε γρήγορα και ανέβηκε τα σκαλιά της πολυκατοικίας και βρήκε την κεντρική πόρτα μισάνοιχτη.

Η τέλεια ευκαιρία.

Την έσπρωξε δυνατά και ανέβηκε της εσωτερικές σκάλες που αν τις κοιτούσες από ψηλά σε έπιανε ίλιγγος.

«όχι, όχι …. Έλα τώρα ποια πόρτα είναι… έλαα. Α να!» ξεστόμισε και πάτησε χωρίς δεύτερη σκέψη το κουδούνι.

Χτυπούσε νευρικά το πόδι στο πλακόστρωτο πάτωμα, μήπως και του αποθέσει την ένταση του, όμως μάταια.

Μέτρησε λίγα δευτερόλεπτα και ξαναχτύπησε.

Άκουσε από το βάθος κάτι βήματα και έκανε ένα βήμα πίσω, σιάζοντας λίγο τα μαλλιά και την μπλούζα του.

-          Παρακαλώ, τί θέλετε ;

-          Ναι, γειά σας, είπε με ένα προσποιητό χαμόγελο στην κυρία μέσης ηλικίας που του άνοιξε εμφανώς αναστατωμένη από την αναπάντεχη πρωινή επίσκεψη. Ωστόσο φάνηκε πως της προστέθηκε ένα επιπλέον άγχος σε κάποιες προηγούμενες ανησυχίες της.

Είμαι ο Νικ. Η γυναίκα μου είναι μαζί με τον άντρα σας στην επιχείρηση και ο γιός μου κάνει κάπως παρέα με τον Μαικ. Ναι… θα ήθελα να ρωτήσω λίγο κάτι τον άντρα σας. Είναι μήπως μέσα ο Ερικ; Μπορείτε να τον φωνάξετε λίγο.

-          Έρχομαιι, φώναξε από το βάθος, μισό λεπτό, και η κυρία έκανε τόπο αφήνοντας τον άντρα της να προηγηθεί

-          Νικ; Τι κάνεις εσύ εδώ ; ναι ξες.. δεν μας πέτυχες και στην καλύτερη φάση. είμαστε ήδη αναστατωμένοι ξες ο Μαικ

-          Όχι δεν ξέρω κάτι, όμως κάτι,  κάτι υποψιάζομαι γι΄αυτό θα ήθελες να έρθεις λίγο έξω να τα πούμε ;

-          Ε ναι, έκανε αιφνιδιασμένος από την πρόταση ο Ερικ και φόρεσε τις παντόφλες του και μια μάλλινη ζακέτα.

-          Ναι, ξες καλύτερα να μην ακούει και η Μόνικα είναι ήδη αναστατωμένη. έχεις δίκιο.

Περπάτησαν ελάχιστα μέτρα και κάθισαν στο ξύλινο κιόσκι απέναντι από το κόκκινο κτήριο

-          Σε ακούω Νικ τι έγινε ; φαίνεσαι κάπως έντρομος

-          Κοίτα, Ερικ πριν από λίγες ώρες, τα μεσάνυχτα δέχτηκα ένα τηλεφώνημα, και μου είπαν πως έχουν όμηρο τον Τζον και ζητάνε λύτρα, πολλά λύτρα. Εγώ όμως διατεθειμένος να πάω να πάρω ο ίδιος τον γιό μου. Και δεν είμαι καν σίγουρος ότι θα μου τον επιστρέψουν. Αυτοί είναι…

Ο Ερικ κοιτούσε αποσβολωμένος το έδαφος, κάθε λέξη την χτυπούσε στην καρδιά και πλέον οι υποψίες άρχισαν να τον ροκανίζουν σαν σαράκι

-          Νικ, ξέρουμε πολύ καλά και οι δυο μας ποια ήταν η στάση του γιού μου απέναντι σου και πως σε φθονούσε, ειδικά τον τελευταίο καιρό. Από την άλλη ξέρεις πολύ καλά πως οι δικές μας σχέσεις δεν έχουν επηρεαστεί από αυτό. Με την γυναίκα σου από την δουλειά ακόμα, έχουμε πολύ καλές σχέσεις και ξέρεις πως σας εκτιμάω και τους δυο. Όμως θα πρέπει να σου πω πως

-           

-          Τι ;

-          Ο Μαικ…

-          Ναι, πού είναι; γιατί κυρίως γιαυτόν ήρθα εδώ, έχω πολύ βάσιμες υποψίες πως μπορεί να ξέρει πολλά πράγματα μη σου πω κιόλας πως α..

-          .. Νικ ο Μαικ λείπει από το σπίτι από χθες τα ξημερώματα και δεν μπορούμε να τον βρούμε πουθενά

Δεν χρειάζονταν περισσότερες λέξεις για να καθηλώσουν τον Νικ. Πλέον κάθε φριχτό σενάριο επιβεβαιωνόταν, κάθε επίπονη πιθανότητα πραγματοποιούταν.

-          Ήμουν σχεδόν σίγουρος, και έσφιξε με μίσος τις γροθιές του. έσφιξε τα φρύδια του και πέταξε μια βρισιά καθώς πετάχτηκε νευριασμένος από το παγκάκι

-          Νικ, τι να πω. Μακάρι να μην ισχύει, αλλά πολύ φοβάμαι πως όλη η παρέα του Μαικ…

-          Φαντάζομαι! Και κλότσησε με βία τον τσίγκινο κάδο που βρήκε δίπλα του

Αυτοί οι αλήτες θα είναι. ΑΥΤΟΙ !

-          Γιατί ; γιατί. Μόλις καταλάβω που βρίσκονται θα εύχονται αλήθεια να μην τους είχα βρει! Θα μετανιώσουν την ώρα και τη στιγμή και μόνο που το σκέφτηκαν! Ερικ αλήθεια δεν ξέρω τι θα κάνω αν τους δω μπροστά μου. Να εύχεσαι να μην πιάσω κάποιον από αυτούς στα χέρια μου, δεν σου εγγυώμαι για την ψυχραιμία  μου, αυτοί οι παλιοαλήτ.. και έκοψε την φράση στη μέση καταλαβαίνοντας πως τα λόγια πλέον περισσεύουν σε στιγμές σαν και αυτή.

-          Νικ, σε παρακαλώ, απλά να τους βρούμε. Αυτό. Θες να πάρω την αστυνομία; ούτως ή άλλως θα την καλούσαμε τώρα για τον Μαικ.

-          ΟΧΙ ! μην τολμήσεις. Με απείλησαν Ερικ. Με απείλησαν πως αν την καλέσω θα βλάψουν τον Τζον!

-          Ρε Μαικ ; γιατί ; Γιατί ; μονολόγησε ο Ερικ.

Όσο πήγαινε τον τελευταίο καιρό τον απογοήτευε όλο και περισσότερο και αυτό πλέον ήταν το κερασάκι στην τούρτα, η χαριστική βολή. «Αυτή η παρέα. Αν δεν ήταν αυτή η παρέα» σκέφτηκε. Και δεν είχε και άδικο μιας και τις τελευταίες μέρες είχε γίνει τόσο σκληρός και απότομος που οι μόνοι λόγοι που πατούσε το πόδι του στο σπίτι ήταν το φαΐ και ο ύπνος. Αρνιόταν κάθε διάλογο ή συζήτηση. Η δουλειά γιαυτόν ήταν ένα καταναγκαστικό έργο σε παύσεις. Τίποτε μόνιμο εκτός από την αδιαθεσία του για λίγο καλύτερη ζωή.  Το αμάξι η μόνη του παρηγοριά και η έξοδος της πόρτας η μόνη του λύση για να αποφύγει την ακόμα πιο ανιαρή επιβίωση του μέσα στο σπίτι. Ο Ερικ σε όλο αυτό το σκηνικό ένας θεατής, που έκανε ελάχιστες απόπειρες να τον αφυπνίσει, λίγες προσπάθειες να του θυμίσει πως η μιζέρια δεν είναι ο μόνος να ξυπνάς κάθε πρωί. Σε όλες αυτές τις προσπάθειες η απάντηση ήταν συνήθως ένα παγωμένο αδιάφορο βλέμμα και μια κίνηση για σπρώξει το ακουστικό λίγο πιο βαθιά στο αυτί του για να γίνει καλύτερη ηχομόνωση. Η μουσική ήταν ένα ασφαλές τοίχος που μπορούσε να κρατάει μόνιμα κάθε εχθρική συμβουλή του μπαμπά σε απόσταση.

-          Ξες όμως κάτι, είπε απότομα ο Νικ διακόπτοντας από τους συνειρμούς του τον Ερικ

Θα φανεί αστείο, αλλά ήρθα σε σένα για βοήθεια. Μόνο από σένα μπορώ ίσως να αντλήσω κάποιο στοιχείο, να ξεκινήσω κάπως.

-          Μισό λεπτό. Και πήγε στο σπίτι να φορέσει κάτι πιο ζεστό και να πάρει καλύτερα παπούτσια. Επέστρεψε σύντομα

-          Λοιπόν τι σκέφτεσαι ;

-          Δεν ξέρω ;

-          Νομίζω πως πρέπει πρώτα να επιβεβαιώσουμε πως αυτό με τον Μαικ δεν είναι απλώς μια μεγάλη σύμπτωση. Ίσως θα πρέπει να βρούμε κάποια στοιχεία για τον Τζον πριν από τον γιό μου.

-          Ναι , όμως από πού να ξεκινήσουμε; Τα στοιχεία μας είναι ελάχιστα. Και μόνο το γεγονός ότι κατάφερα να σε συναντήσω νομίζω πρέπει να το αποδώσω στην τύχη.

 

Κεφάλαιο VII

 

 

… το έβαλε στη μέση του και το σφήνωσε γερά. Το βλέμμα του έσταζε μίσος. Οι κόρες των ματιών του σχεδόν έτρεμαν από την ένταση.

Δεν ήταν σίγουρος αν το είχε πάρει για ασφάλεια του ίδιου ή περισσότερο για να διασφαλίσει την ασφάλεια του γιού του, με κάθε κόστος…

Όμως δεν ήταν έτοιμος να βγει ακόμα από το σπίτι.

-          Ποια μπορεί να είναι αυτά τα καθάρματα που με πήραν ; και με τόσο θράσος.

Άρχισε να περπατάει νευρικά στον διάπλατο διάδρομο του σπιτιού.

«η φωνή του ήταν σχετικά νέα. Και φαινόταν να έχει και άλλα άτομα γύρω του. η φωνή του έκανε ηχώ, οπότε μάλλον θα είναι σε κάποιο υπόγειο ή σε κανένα παρατημένο σπίτι ή γκαράζ. Δεν ξέρω. Όμως ποιος μπορεί να είναι, πού; Πώς θα τους βρω ; και αν έχουν κάνει ήδη κακό στον Τζον, και αν δεν προλάβω να τους βρω σε τρείς μέρες, οι πιθανότητες είναι ελάχιστες και δεν έχω ούτε ένα στοιχείο να ξεκινήσω και αν …» και όλα τα υποθετικά σενάρια άρχισαν να διαδέχονται το ένα το άλλο τόσο απειλητικά, που έμοιαζε τόσο ανήμπορος και ταπεινωμένος μπροστά τους, σαν στρατιωτάκι γύρω από αξιωματικούς και αλογάκια. Κάθε του κίνηση μπροστά ήταν ένα βήμα πιο κοντά στο να χάσει το παιχνίδι, να ηττηθεί από το φόβο, την αγωνία, το αδιέξοδο.

Κάθισε στο μπράτσο του καναπέ και κοίταξε έξω από το παράθυρο.

«Λοιπόν, αν και κάπως παραμορφωμένη η φωνή του μπορώ να πω πως σίγουρα ήταν γύρω στα είκοσι με τριάντα χρονών… λες να ; χμ.» και τα δάχτυλα του έπαιζαν νευρικά στο γόνατο του.

Άρχισε να σκέφτεται όλους τους γνωστούς επιχειρηματίες που θα μπορούσαν να του κάνουν κακό. Όλους τους γνωστούς τους. τους μακρινούς συγγενείς. Ένας κατάλογος από ονόματα και συνομιλίες έτρεχε με ιλιγγιώδη ταχύτητα στο νου του. πρόσωπα αντιπαθητικά, με κακεντρέχεια και φθόνο. Μορφές με άσχημα πρόσωπα και δύστροπους χαρακτήρες. Ένα Cluedo διαδραματιζόταν τόσο έντονα και γλαφυρά. Όμως σε όλα αδιέξοδο. Στα περισσότερα δεν μπορούσε να δώσει πολλές πιθανότητες. Δεν ήταν σίγουρος, δεν μπορούσε να τους κατηγορήσει τόσο εύκολα. Οι εικασίες δεν έφταναν και αβάσιμες υποθέσεις που επέλεγε να κάνει ο Νικ ήταν ατελέσφορες. Έριξε το βλέμμα του τριγύρω.

Το τζάκι λίγα μέτρα απέναντι του. τα πυρωμένα κάρβουνα προσέφεραν τα τελευταία τους ζεστά χνώτα. Το μεγάλο πορτατιφ στην άκρη του σαλονιού φώτιζε με ένα απαλό κίτρινο φως τις αθέατες μεριές του σπιτιού. Τα γύρω έπιπλα απέπνεαν ένα πιο σοβαρό ύφος. Τα πολύτιμα γυάλινα κομμάτια λαμπύριζαν διακριτικά και τα ευγενικά υφάσματα που τα βαστούσαν μαρτυρούσαν άθελα τους την απρόσιτη τιμή τους.

Λίγο πιο πάνω. Στο πρεβάζι ενός κομψού ξύλινου επίπλου μερικές κλασικές κορνίζες στέκονταν ταπεινωμένες μπροστά στο πλήθος των μεγαλειωδών πινάκων που κάλυπταν σχεδόν όλους τους τοίχους του σπιτιού.

Η πρώτη οικογενειακή, σε ένα από τα συνηθισμένα τους ταξίδια στο εξωτερικό και λίγο πιο δίπλα ο Τζον μικρός πάνω σε ένα καμαρωτό άσπρο άλογο με το χαμόγελο να δεσπόζει στα χείλη του, πιο δίπλα μερικοί του φίλοι. Στάθηκε λίγο απορροφημένος στην τελευταία και έκανε μια αναδρομή στους λιγοστούς φίλους του γιού του.

Και τότε του ήρθε στο νου ένα όνομα τόσο αποκρουστικό, ένα πρόσωπο τόσο μισητό που τον έκανε να σηκωθεί και πάλι όρθιος.

«Τί ; λες να είναι αυτός ο απαίσιος ; » και τότε σαν κινηματογραφική ταινία άρχισαν να παίζουν οι σκηνές που είχε στο μυαλό του από τον Μαικ και την παρέα του. Ναι, αυτοί ήταν σίγουρα κάποιοι που θα θέλανε να του κάνουνε με κάθε τρόπο κακό. Ο πλούτος του τους εξαγρίωνε τόσο πολύ, η αγένεια του τους προκαλούσε τόσο έντονα που κάθε φορά που διασταυρώνονταν τα πρόσωπα του, τα λόγια ήταν περιττά. Πολλά περιστατικά του παρελθόντος είχαν χτίσει αυτό το χάσμα μεταξύ τους. ήταν πλέον δύο αντίπαλα χαρακώματα.

Από την γειτονιά ακόμα έρχονταν καμιά φορά και επειδή ο Νικ ήταν και ένα υψηλά ιστάμενο πρόσωπο στην περιφέρεια της πόλης, κάθε αναρχικό αίσθημα της παρέας του Μαικ έβρισκε πρόσφορο έδαφος στην προκλητική αυλή του Νικ. Είχαν καταφέρει μια φορά μάλιστα να του σπάσουν το τζάμι του μπαλκονιού του, και το αμάξι του δεν έμεινε λίγες φορές αλώβητο από τα αιχμηρά αντικείμενα που κουβαλούσαν πάντοτε μαζί τους.

Ο Νικ, ως ενεργός αντίπαλος κατέφευγε με τον πιο σκληρό τρόπο στα δικαστήρια και έχοντας μαζί του την αστυνομία και τους καλύτερους δικηγόρους, οι ποινές στην παρέα του Μαικ ήταν τόσο σκληρές που λειτουργούσαν μόνο σαν ένα πιο εύφλεκτο λάδι στις ήδη αναζωπυρωμένες σχέσεις τους. ένας φαύλος κύκλος που κλιμακωνόταν αδυσώπητα.

Το χειρότερο όμως ήταν πως τους τελευταίους μήνες ήταν ανησυχητικά σιωπηλοί.  Το αμάξι του περνούσε διαρκώς έξω από το σπίτι του και έμενε για κάποια ώρα σαν να παρακολουθούσε κάτι. Πολλές φορές επίσης τους πέτυχε στον δρόμο ή έτυχε να μπούνε στο ίδιο μαγαζί.

Οι φόβοι του όμως πλέον άρχισαν να ζωντανεύουν όταν άρχισε να συνειδητοποιεί πως τον τελευταίο καιρό συναναστρεφόταν αρκετά ο Τζον με αυτούς. Δεν ήξερε γιατί. Δεν ήξερε πως, όμως τους είχε βρει να μιλάνε ή να τον φέρνει σπίτι ο Μαικ. Προφανώς και ο ίδιος ο Νικ είχε υπενθυμίσει άπειρες φορές την κατάσταση στον Τζον, όμως αυτός το εκλάμβανε απλώς σαν μια ενοχλητική επανάληψη, ένα συνηθισμένο ποιηματάκι, κάτι το οποίο εξόργιζε απίστευτα τον Νικ. Ειδικά, πριν από λίγες μέρες η συζήτησε είχε καταλήξει με τον Τζον να χτυπάει με δύναμη την πόρτα του δωματίου ξεστομίζοντας ένα «Δεν μας παρατάς μωρές και συ. Θα παίρνουμε άδεια και με ποιόν θα μιλήσουμε εδώ πέρα ; Ποιος την έχεις δει ;».

Όμως όσο ταραχή και αν του έφερναν αυτές οι σκέψεις, πύκνωναν στο μυαλό του οι υποψίες, ώσπου κάποια στιγμή συνδέοντας όλες αυτές τις πληροφορίες και τα στοιχεία σχεδόν αναφώνησε…

« Αυτοί. Ναι  αυτοί σκάρωσαν όλη την δουλειά. Δεν βγαίνει άλλη εξήγηση» έλεγε από μέσα του ο Νικ προσπαθώντας να ξεχάσει όλους τους υπόλοιπους εχθρούς του και να πάρει μια γερή δόση θάρρους πως βρήκε το πρώτο στοιχείο.

 

 

 

Κεφάλαιο VI

 

 

 

-          Τουτ..τουτ.. τουτ . ακούγονταν οι χτύποι του κινητού που αιωρούταν στην άκρη του κρεμασμένου χεριού του πατέρα. Το τηλεφώνημα είχε μόλις ολοκληρωθεί χωρίς να περιμένει απόκριση.

Η μητέρα έντρομη βασταζόταν από την ξύλινη βιβλιοθήκη. Είχε καρφώσει τα μάτια της στα χείλη του.

Περίμενε.

Μια λέξη.

Ένα νεύμα.

Ο πατέρας. Ακίνητος. Αμίλητος. Ακινητοποιημένος από λίγες μόνο λέξεις.

Το τηλέφωνο που μόλις είχε δεχτεί ήταν αυτό που ήλπιζε και φοβόταν συγχρόνως. Δεν πρόλαβε καν να τους απαντήσει. Δεν πρόλαβε να καν να συνειδητοποιήσει τι είχε συμβεί. Οι λέξεις έπεφταν πάνω του σαν βίαια μαστιγώματα.

Τζον.

Λύτρα.

Τρείς μέρες.

Έσυρε τα πόδια του μέχρι τον καναπέ και έπεσε πάνω του σαν να του κόπηκαν τα γόνατα.

-          Νικ. Πες μου! Μίλα! Που είναι ο Τζον; Σχεδόν ούρλιαξε η Βερόνικα.

-          ΔΕΝ ΞΕΡΩ! Εντάξει ; της φώναξε με την ίδια απεγνωσμένη ένταση.

Δεν ξέρω. Με πήρε κάποιος τηλέφωνο και είπε πως δεν θα τον αφήσουν να γυρίσει ζωντανός σπίτι αν δεν δώσουμε λύτρα. Πολλά, πολλά λεφτά…

Η Βερόνικα ένιωσε την γη κάτω από τα πόδια της να κινείται, έχασε τον έλεγχο της ισορροπίας καθώς όλα πλέον γύρω της θόλωσαν απελπιστικά γρήγορα. Το μόνο που την συγκράτησε ήταν μια κοντή πολυθρόνα λίγο πιο δίπλα της. Γαντζώθηκε από το μπράτσο της και ανέσυρε το σώμα της μέχρι να βρίσκεται σε ασφαλή θέση.

-          Δηλαδή τον.. τον απήγαγαν ; ψέλλισε με τρεμάμενα χείλη ;

Δεν απάντησε ο Νικ.  Η ερώτηση του φάνηκε ρητορική. Ούτως ή άλλως δεν είχε την δύναμη να προφέρει κάτι παραπάνω. Δεν είχε νόημα. Το τι είχε γίνει το ήξερε πολύ καλά ο ίδιος και ήταν πλέον πεπεισμένος πως μόνο αυτός μπορεί να το φέρει εις πέρας.

-          Λοιπόν, Βερόνικα. Είπε αποφασιστικά.

πήγαινε μέσα να ξεκουραστείς. Πρέπει να φύγω. Δεν μπορώ να είμαι άλλο εδώ μέσα.

-          Τι θα κάνεις ; που θα πας ; πάρε την αστυνομία ; πάρε τον Διοικητή που τον ξέρεις καλά ; αφού μπο…

-          Όχι! Είπε κοφτά. Δεν μπορώ να πάρω κανέναν. Είναι δύσκολη η κατάσταση καταλαβαίνεις ; το καλύτερο που θα μπορούσες να κάνεις είναι να πας να ξεκουραστείς και να περιμένεις να έρθω… να έρθω με τον γιό σου… είπε πιο σιγανά προσπαθώντας να πείσει και τον ίδιο του τον εαυτό.

Πράγματι, η Βερόνικα δεν είχε και άλλη επιλογή. Πλέον όλο της το πρόσωπο είχε ποτιστεί με δάκρυα και τα μαλλιά της χρόνια είχαν να πάρουν αυτή την τόσο άτσαλη μορφή. Έσφιξε την ρόμπα στην μέση της και περπάτησε σέρνοντας τα πόδια της στον σκοτεινό διάδρομο. Το γεγονός ότι δεν μπορούσε να ζητήσει βοήθεια από κανένα την αναστάτωνε ακόμα περισσότερο, ένιωθε αβοήθητη σε έναν μανιασμένο ωκεανό, μακριά από ακτές και φάρους. Όλα ένα αδιέξοδο και μόνος τρόπος φυγής και παρηγοριάς ο Νικ και η τύχη.

 Πλέον το σαλόνι σιωπηλό.

Ούτε ο Νικ έμελλε να σπάσει αυτό το βουβό κενό.

 Ένα μικρό μπρούτζινο αγαλματάκι με την μορφή ενός ανέμελου παιδιού που έπαιζε με χαρά ένα άγνωστο πνευστό, στεκόταν σιωπηλό πάνω σε ένα χαμηλό τραπεζάκι και τον κοιτούσε συμπονετικά.

Σιγή.

«Νομίζουν ότι τόσο εύκολα θα υποχωρήσω ; και αν όλο αυτό είναι μια παγίδα ; και που ξέρω ότι θα μου δώσουν τόσο εύκολα τον Τζον πίσω ; και αν βρουν την ευκαιρία να μου ζητήσουν περισσότερα λύτρα ;

Αυτά που μου ζητάνε είναι ακριβώς όσα είχα στην άκρη και για τους δύο γιούς.

 … εγώ θα πάω. Θα ψάξω. Πρέπει να τον βρω. » είπε με αποφασισμένο ύφος και στηριζόμενος στα γόνατα του σηκώθηκε όρθιος. Πήγε σχεδόν τρέχοντας στο δωμάτιο του. άνοιξε την πρώτη ντουλάπα στα δεξιά του και άρχισε να πετάει όλο το περιεχόμενο πάνω στο κρεβάτι. Κάτι έψαχνε. Κάτι μάλλον παλιό.

Πλέον η ντουλάπα είχε μείνει κούφια.

Σχεδόν.

Κάτω στο βάθος της. Καταχωνιασμένο καθόταν στρυμωγμένο στην γωνιά ένα μικρό χρηματοκιβώτιο.

Το ψηλάφισε και έβαλε μηχανικά σχεδόν την σωστή σειρά των αριθμών.

Σε κρίσιμες στιγμές πολλές φορές τα εξασκημένα αντανακλαστικά αποδίδουν με απρόσμενη ταχύτητα.

Έκανε έναν λεπτό ήχο καθώς ξεκλείδωνε και έβγαλε από μέσα του αυτό που τόσο ήθελε.

Το κοίταξε με δέος.

Το πασπάτεψε στις παλάμες του για να συνηθίσει στην ιδέα του.

Η κάνη του ψυχρή και ο γεμιστήρας του βαρύς. Οι στοιχισμένες σφαίρες γέμιζαν όλες τις τρύπες του. άγγιξε με την άκρη του δαχτύλου του την μεταλλική σκανδάλη και ένα ρεύμα τον διαπέρασε ολόσωμο. 

Μνήμες του παρελθόντος τον ταρακούνησαν.

Δεν άφησε άλλο λεπτό να κυλήσει άσκοπα.

… το έβαλε στη μέση του και το σφήνωσε γερά. Το βλέμμα του έσταζε μίσος. Οι κόρες των ματιών του σχεδόν έτρεμαν από την ένταση.

 

 

Κεφάλαιο V

 

          Το διαπεραστικό κουδούνισμα του τηλεφώνου συντάραξε την ήδη ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα. Τράβηξε στιγμιαία τα βλέμματα και των δυο τους.

Ήταν έτοιμο να κουδουνίσει και τρίτη φορά. Με δυο γρήγορα βήματα ο Νικ βρέθηκε έντρομος από πάνω του. το κοιτούσε έντρομος. Το τηλέφωνο συνέχισε να συσπάται δονούμενο πάνω στο κεντρικό τραπέζι, περιμένοντας κάποιον να το ανασύρει.

Ο Νικ το κοιτούσε φοβούμενος τι θα συμβεί μετά την αφή του πράσινου κουμπιού.

Το έπιασε στην παλάμη του.

Ο αριθμός άγνωστος, μαζί και αυτό που θα ακολουθούσε.

Κοίταξε με απόγνωση την Βερόνικα, σαν να της ζητούσε να πάρει μια βαθιά ανάσα.

 

Μια μικρή δακτυλική κίνηση.

Μια μεγάλη απόφαση.

Μια λιτή απάντηση.

 Μια τραχιά, απροσδιόριστη φωνή.

«Έχουμε τον Τζον. Αν θες να έρθει ζωντανός στο σπίτι πρέπει να έχεις σε μετρητά 500.000. Έχεις διορία τρείς μέρες. Την τρίτη μέρα θα σε πάρουμε ξανά να σου πούμε ποιο θα είναι το σημείο συνάντησης. Εύχομαι να τα έχεις. Νομίζω και συ το ίδιο θα ήθελες».

 

              

Τουτ..τουτ.. τουτ . ακούγονταν οι χτύποι του κινητού που αιωρούταν στην άκρη του κρεμασμένου χεριού του πατέρα. Το τηλεφώνημα είχε μόλις ολοκληρωθεί χωρίς να περιμένει απόκριση.

 

Κεφάλαιο IV

Μια λεπτή βροχή άρχισε να ποτίζει τους στεγνούς δρόμους της πόλης. Τα κιτρινωπά φύλλα δεν μπορούσαν να αντισταθούν στο θρόισμα του αέρα και κάνανε το δικό τους ταξίδι μακριά από το δέντρο, υπακούοντας τυφλά στους νόμους της βαρύτητας και της φύσης.

Τα τζάμια του μεγαλοπρεπούς σπιτιού είχαν πλέον θαμπώσει από την χαμηλή θερμοκρασία και την υγρασία. Το τζάκι έκαιγε στην άκρη του σαλονιού τραβώντας που και που την προσοχή με τους διακριτικούς ήχους των σπινθήρων του.

Ο Νικ στον δερμάτινο καναπέ σκεπτικός και απέναντι η Βερόνικα χάζευε ένα παλιό περιοδικό μόδας.

Ο Χάρι ο μεγάλος γιος έλειπε εδώ και καιρό σε ταξίδι στο εξωτερικό και ο μόνος που περιμένανε να επιστρέψει στην βάση του ήταν ο Τζον.

Ήταν αργά το απόγευμα.

Ο λεπτοδείκτης έκανε την συνηθισμένη του διαδρομή και έσπρωχνε τις ώρες σιωπηλά. Μόνο λίγες κουβέντες αντάλλαξαν και αυτές σύντομες και με ελάχιστη ουσία.

-          Είχε πει ότι θα πάει κάπου ο Τζον σήμερα ;

-          Μπα, δεν θυμάμαι κάτι.

-          Πάει 8. Γιαυτό…

-          Ε εντάξει όπου να ναι θα γυρίσει, μπορεί να πήγε πουθενά με τους φίλους του.

-          Δεν νομίζω, δεν μου είχε πει κάτι. Και αφού ξέρεις πως κάθε φορά μετά την δουλειά γυρνάει σχεδόν αμέσως για φαγητό. Τώρα δεν μας έχει πάρει ούτε ένα τηλέφωνο από το πρωί που έφυγε.

Πράγματι. Όλα όσα ισχυριζόταν η Βερόνικα είχαν μεγάλη δόση αλήθειας.

Τα τελευταία της επιχειρήματα αναστάτωσαν κάπως την καθησυχασμένη συνείδηση του Νικ.

όμως προσπάθησε κάπως να επαναφέρει την ηρεμία με ένα φτωχό και ψυχρό .

-          Ε εντάξει μεγάλος άνθρωπος είναι δεν θα μας παίρνει και κάθε τρείς και λίγο.

Η Βερόνικα όμως διέκρινε τον φόβο πίσω από τα ασταθή λόγια του Νικ.

Το μητρικό της ένστικτο ενεργοποιήθηκε στιγμιαία και κατέφυγε αμέσως στο κινητό της.

Όλες οι προσπάθειες της αποδείχθηκαν μάταιες και κάθε φορά που άκουγε την σπαστική φωνή της ψυχρής κυρίας «Ο συνδρομητής που καλέσατε έχει πιθανώς το τηλέφωνο του απενεργοποιημένο, παρακαλώ…», μερικοί παλμοί έρχονταν να προστεθούν στο ήδη ταραγμένο της κορμί.

-          Νικ, δεν απαντάει.

-          Έλα, έλα κάτσε κάτω και θα τον ξαναπάρουμε σε μια ώρα.

Το πρόβλημα όμως άρχισε να γίνεται αισθητό όταν η μια ώρα, έγιναν πέντε, και πλέον τα λεπτά περνούσαν τόσο, μα τόσο βασανιστικά και για τους δύο.

Η Βερόνικα πλέον καθοδηγούμενη από τον πανικό της άρχισε να παίρνει τηλέφωνο όποιον κοντινό φίλο του Τζον ήξερε. Και δυστυχώς δεν ήξερε παρά ελάχιστους, γιατί ήταν και ελάχιστοι. Όμως όλοι έκλειναν το τηλέφωνο με την ίδια απελπιστική απάντηση «Ούτε εμείς ξέρουμε, έχουμε να μιλήσουμε από το πρωί μαζί του …»

3.05 πμ

Πλέον ακόμα και ο Νικ ήταν όρθιος και περπατούσε με νευρικό βήμα γύρω από το τραπέζι. Το κινητό του στη μέση. Ακίνητο. Απογοητευτικά ασάλευτο.

Στην μια άκρη η Βερόνικα να ρωτάει έντρομη στα τηλέφωνα για ένα στοιχείο και λίγο πιο δίπλα ο Νικ να ρίχνει κλεφτές ματιές συνεχώς στο τραπέζι και τον καρπό του, βλέποντας το πολύτιμο ρολόι του να τον αποθαρρύνει συνεχώς.

3.27 πμ

Απόλυτη σιωπή.

Πλέον κινούνταν μόνο η κόρες των ματιών του και τα νευρικά δάχτυλα του Νικ που χτυπούσαν άρρυθμα πάνω στην ξύλινη ντουλάπα.

Το όλο σκηνικό έμοιαζε με μεγαλοπρεπή συναυλία που μόλις η συνοδεία τον οργάνων είχε ξεκινήσει το καλύτερο κομμάτι της. Τα βιολιά ξεκινούν απαλά και τα φλάουτα συνοδεύουν σχεδόν κατανυκτικά. Σε λίγο μια απρόσμενη παύση και το ανυποψίαστο πλήθος από κάτω αναμένει το βραχύχρονο τέλος του κομματιού. Όμως μόνο οι λίγοι μουσικόφιλοι ξέρουν πως αυτή η παύση είναι μια κοφτή ανάσα…

Για να ξεκινήσει το δυναμικό fortissimo .

Και οι εμπειρότεροι, σπανίως διαψεύστηκαν.

...

 

          Το διαπεραστικό κουδούνισμα του τηλεφώνου συντάραξε την ήδη ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα.

 

Κεφάλαιο III

 

 

Η πόρτα ξεκλείδωσε αργά και ο Νικ μπήκε βαριεστημένα αδιαφορώντας για το ελπιδοφόρο χαλάκι που έγραφε « Welcome». Άφησε τον καλόγερο να κρατάει το δερμάτινο μπουφάν του, έλυσε πρόχειρα παπούτσια του και φόρεσε τις ζεστές παντόφλες του.

Ένα σύννεφο σκέψεων είχε πυκνώσει σήμερα το μυαλό του. θα ήταν οι κακές συγκυρίες, μα αναμφίβολα το μεγαλύτερο γεγονός που του τάραζε την πολύτιμη ησυχία του ήταν οι τελευταίοι καβγάδες με τον Τζον.

Και ναι, είχε δίκιο. Κάθε πατέρας θα συμφωνούσε μαζί του. κάθε γονιός θα επαινούσε την στάση του. κάθε γιός θα έπρεπε να συμμορφώνεται με τις απόψεις του.

 Όμως προχθές η διαφωνία τους είχε πάρει έντονες διαστάσεις.

Ο διάλογος αντηχούσε ξανά και ξανά στους διαδρόμους της μνήμης του.

-          Αυτή είναι η «δίκαιη» αγάπη που προφασίζεσαι ;

-          Τζον, δεν καταλαβαίνεις ότι ο Χάρι είναι μεγαλύτερος ;

-          Και ; επειδή είναι το καλό παιδί της οικογένειας ; αυτός που δουλεύει και ακούει τις «χρυσές » συμβουλές σου ;

-          Όχι δεν καταλαβ…

-          Μια χαρά καταλαβαίνω. Είμαι 25 χρονών και αυτό που βλέπω είναι πως με αντιμετωπίζεις σαν κάποιο παρακατιανό που ήρθε να σου φροντίσει και να σου τακτοποιήσει το σπίτι.

-          Τζον! Πρόσεχε πως μιλάς!

-          Εγώ να προσέχω ; Δεν φτάνει που απ΄ όλη την  περιουσία σου εσύ ξαφνικά θυμήθηκες να μου δώσεις κάτι ψίχουλα μου ζητάς να είμαι και ήρεμος . λοιπόν ξες κάτι ; ΔΕΝ μπορώ είμαι ήρεμος. Και βαρέθηκα, αλήθεια βαρέθηκα να ακούω τις φτηνές δικαιολογίες σου κάθε φορά. Βαρέθηκα.

«Ο Χάρι μεγαλύτερος », «και συ μην γκρινιάζεις θα σου δώσω αρκετό μέρος» και ανοησίες.

-          Τζον! Για τελευταία φορά. Η μοιρασιά είναι δίκαιη. Δεν παίρνω το μέρος του Χάρι ούτε θέλω να τον βοηθήσω παραπάνω. Είσαι και εσύ γιός μου και δεν έχω κάτι μαζί σου ….

 

«Δεν έχω κάτι μαζί σου …» τώρα που το ξανασκεφτόταν δεν ήταν και πολύ αληθής η τελευταία του πρόταση . Άλλωστε δεν πρόλαβε και να την πολυσκεφτεί γιατί μετά ο Τζον κλείστηκε στο γραφείο του τραντάζοντας την εκκωφαντικά την πόρτα και πετώντας μερικές βρισιές.

 

Πράγματι. Ήτα ιδιαίτερα απογοητευμένος τον τελευταίο καιρό από τον Τζον. Όχι μόνο από την γκρίνια και το παράπονο του, αλλά ακόμα πιο προκλητική ήταν η σταδιακή απόφαση του να ξεκινήσει να συναναστρέφεται με την παρέα του Μαικ. Αυτό τον αηδίαζε κυριολεκτικά.

Αν ήταν ανήλικος θα τον εμπόδιζε φανερά από μια τέτοια απόπειρα. Θα εκμεταλλευόταν την πατρική ισχύ προφασιζόμενος διάφορες δικαιολογίες για να τον κρατήσει μακριά τους.

Όμως τώρα.

Μόνο λόγια και συμβουλές.

Τα πιο φτωχά όπλα, μερικές φορές.

Κάθισε στην μαρμάρινη κουζίνα και έβγαλε το κόκκινο κρασί από το ψυγείο.

Γέμισε ένα κρυστάλλινο ποτήρι, αργά και απολαυστικά.

Ήταν το μόνο ικανό αναλγητικό που είχε διαθέσιμο αυτή τη στιγμή.

Είπε μια γεμάτη γουλιά και άφησε το οινόπνευμα να του ζεστάνει το κορμί.

Έριξε ένα βλέμμα έξω από το μπαλκόνι.

Μια λεπτή βροχή άρχισε να ποτίζει τους στεγνούς δρόμους της πόλης

 

Κεφάλαιο ΙΙ

-          Χαχαχα δεν θα με πιάσεις. Ο Ρομπέν των δασών ξεγλιστράει πάντα κάτω από τη μύτη του εχθρού χαχα

-          Αλήθεια ; Για να σε δω τώρα ! είπε και  ο πατέρας έτρεξε καταπάνω του μικρού Τζον.

Το δάσος πυκνό και οι ηλιαχτίδες  περνούσαν από τις σχισμές των φύλλων, στο μαύρο νωπό χώμα. Τα πεσμένα πολύχρωμα φύλλα δεξιά και αριστερά άνοιγαν ένα νοερό μονοπάτι προς το άγνωστο. Τα μικρά φτερωτά ζωάκια κοιτούσαν παράξενα τους χαρούμενους επισκέπτες που σκόρπιζαν με το αλαφιασμένο τρέξιμο τους τα ξερά φύλλα.

-          Μην πλησιάζεις. Κρατάω το τρομερό μου όπλο!

-          Ωχ!

-          Αχα! Κάνε πίσω γεροξεκούτη γιατί θα σε κόψω στα δυο! Είπε κοφτά, με το λαχάνιασμα να τον έχει καταβάλει.

-          Χα. Δεν τολμάς μικρέ. Είπε ο πατέρας και στάθηκε με τα χέρια υψωμένα σε μικρή απόσταση από τον επιδέξιο «Ρομπέν»

Ο μικρός έκλεισε το ένα του μάτι και τέντωσε το χέρι που κρατούσε το τόξο. Με φινέτσα προσάρμοσε στο αντίθετο χέρι το ξύλινο βέλος.

Τέντωσε με τέχνη την χορδή καθώς τα δάχτυλα τραβούσαν προς το μέρος του το βέλος. Η πιο επικίνδυνη άρπα…

Γέμισε τα πνευμόνια του και άφησε τις άκρες των δαχτύλων του, απελευθερώνοντας την χορδή του τόξου.

-          Ααα!!

-          Τζον ; τί έγινε ; Τρέχει αίμα.

-          Ααα! Πονάει πολύ!

-          Πως ;

-          Δεν έπιασα σωστά το βέλος και…

Με αντανακλαστικές κινήσεις ο πατέρας έσκισε ένα κομμάτι από την μπλούζα του και του το τύλιξε σφιχτά. Ήδη το ζεστό αίμα άρχισε να ποτίζει το λεπτό ύφασμα. Παρ΄ όλα αυτά έπρεπε να σταματήσει αμέσως η ροή του αίματος. Παραλίγο κιόλας να σκιζόταν αρτηρία.

Ωστόσο, αφού πήρε μερικές ανάσες σκέφτηκε πως ίσως δεν είναι κάτι σοβαρό. Μετά από λίγο καιρό αυτή η πληγή θα επουλωνόταν …

Όμως σίγουρα θα του άφηνε μια χαρακτηριστική ουλή στον δεξί καρπό.

 

 

Κεφάλαιο I

 

Όλοι μπορούμε να γίνουμε οι χειρότεροι, αλλά και οι καλύτεροι. Ανεξαιρέτως…

Είναι απλά στο χέρι μας

 

 

 

Τέλος


Για το ερωτηματολόγιο  αντιγράφετε αυτόν τον σύνδεσμο:

 https://forms.gle/XjvomP31vY5WqfbN6

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις