Επιλεγμένα
- Λήψη συνδέσμου
- X
- Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο
- Άλλες εφαρμογές
Μια χούφτα κάστανα, μια αγκαλιά αγάπη
Τα αδέξια χέρια των μικρών παιδιών δεν είχαν συνηθίσει να
ξετυλίγουν δώρα. Τα μάτια τους έλαμπαν σαν λαμπιόνια κάτω από τα κλαδιά του
μικρού έλατου, ενώ ο πατέρας τα καμάρωνε από μακριά. Σε λίγο πολύχρωμα
περιτυλίγματα σκέπαζαν το μικρό σαλόνι και παιδικές φωνές γέμιζαν το λιτό
σπίτι.
«Δόξα τω Θεώ
και φέτος» σκέφτηκε ο πατέρας αφήνοντας το χαμόγελο να ανέβει στα χείλη του
ανακουφιστικά. Ποτέ δεν θυμάται στο πορτοφόλι του να του περισσεύουν λεφτά για
τα φαντασμαγορικά δώρα που του ζητούσαν τα παιδιά, όμως κάθε φορά τα βόλευε
έτσι και τους έβρισκε κάτι. Συνήθως μικρό. Απλό. Από το μόνο περίσσευμα που
είχε. Της καρδιάς του.
Άφησε τα
μικρά απορροφημένα από το μαγικό κόσμο των παιχνιδιών τους και πήγε στάθηκε στο
θολό τζάμι δίπλα από το τζάκι. Έσβησε με μια κίνηση το χνώτο της παγωνιάς στο γυαλί
και άφησε ένα μικρό παραθυράκι προς το αχνισμένο τοπίο. Αυτοκίνητα και λόφοι
ήταν όλα θύματα του σφοδρού χειμώνα που σαν χριστουγεννιάτικα γλυκά τα είχε
στολίσει με την απαραίτητη άχνη. Λίγα φωτάκια τρεμόπαιζαν στα γειτονικά
μπαλκόνια και οι καπνοί των σπιτιών πρόδιδαν την γιορτινή διάθεση στο κάθε
σπιτικό.
Ένα ρίγος
τον διαπέρασε και έσφιξε τις παλάμες κάτω από τις μασχάλες του.
«Ντριιιν»
Ο αιφνίδιος
χτύπος του κουδουνιού τον έβγαλε με βία από τις σκέψεις του.
« Ε; Μα δεν
περιμέ…» δεν έδωσε χρόνο για περισσότερους συνειρμούς και πήγε με ανοιχτό βήμα
προς την πόρτα. Άνοιξε διστακτικά.
-
Ναι,
καλημέρα, Χρόνια Πολλά. Υπογράψτε λίγο
εδώ σας παρακαλώ για την παραλαβή.
Έσφιξε αμήχανα το στυλό
στα χέρια του και με το ίδιο απορημένο βλέμμα σχεδίασε κάτι πρόχειρα πάνω στο
χαρτί.
-
Εε
ναι, ευχαριστώ. Καλή συνέχεια. Είπε και τα μάτια του έμειναν μαγνητισμένα στο
μικρό και σφιχτό δέμα.
«Κάποιο λάθος μάλλον. Και
γιατί τόσο μικρό;». Το κούνησε ανεπαίσθητα και το έβαλε κοντά στο αυτί του.
Έκλεισε την πόρτα πίσω
του και με αργό βήμα κάθισε στην ξύλινη καρέκλα.
Έσκυψε πάνω του και το
περιεργάστηκε. Τα ερωτηματικά επιτάχυναν το σκίσιμο των χαρτονιών. Έπρεπε άμεσα
να φτάσει στην καρδιά του δέματος.
Έσκιζε.
Ξετύλιγε.
Τα ψυχρά χαρτόνια
σκέπασαν τα χαρωπά περιτυλίγματα των παιδιών που κοιτούσαν τώρα τον μπαμπά τους
με απορία.
Πλέον το δέμα είχε
απογυμνωθεί από τις προσθήκες που σου δίνουν μάταιες προσδοκίες.
Έμεινε στη χούφτα του μια
μόνο χαρτοπετσέτα.
Την άνοιξε ευλαβικά.
Και μέσα…
Ένα κάστανο.
Ένα μικρό σκληρό, σκούρο
κάστανο.
Γέλασε.
Το έβαλε αδιάφορα στη
τσέπη.
Δεν είχε νόημα πλέον να
ασχοληθεί παραπάνω με το μικρό αυτό ¨δώρο¨.
Πήγε να σηκωθεί.
Τέντωσε απότομα τα πόδια
και τότε, είδε ένα μικρό χαρτάκι να πέφτει αργά σαν φύλλο πάνω στα πόδια του.
Το έπιασε με περιέργεια
και το γύρισε.
Το βλέμμα του έτρεξε
κατευθείαν στο τέλος.
« Το άγνωστο κοριτσάκι
που του έμαθες να..»
Και τότε… με μιας, το
χαρτάκι στο χέρι του έγινε γάντια και η
λεπτή καπαρντίνα του ένα σφιχτό μολυβί παλτό. Τα πόδια του ντύθηκαν με φθαρμένα
δερμάτινα παπούτσια που άφηναν γοργά πλέον το ίχνος τους στον κεντρικό δρόμο
της πόλης…
Αν και νεαρός απόφοιτος πλέον, το χιόνι
έβρισκε πάντα τρόπο να τον ανατριχιάσει. Το κεφάλι του σκυφτό και ο νους του βυθισμένος
σε σκέψεις, πρόσωπα και προβλήματα. Οι περαστικοί δίπλα του ήταν τόσο άσκοποι
και ο δρόμος μέχρι το σπίτι όχι αρκετός για να βάλει σε τάξη όλα αυτά που του
γέμιζαν ασφυκτικά το μυαλό.
Κοίταξε βιαστικά το ρολόι
στον καρπό του και το χουχούλιασε και πάλι στην τσέπη του.
«Παραμονές και πάλι θα με
περιμένουν σπίτι» μονολόγησε και άνοιξε το διασκελισμό του.
Δεξιά και αριστερά τα
μαγαζιά δήλωναν με εντυπωσιακά στολίσματα την παρουσία τους.
Ο κόσμος ξεχώριζε σαν
διαφανείς σκιές μέσα στον θολό χιονιά.
«Έλα, έλα κάπου εδώ είναι
! το θυμάμαι, μου το περιέγραψε ξεκάθαρα» είπε αυστηρά στον εαυτό του.
Πράγματι, έπρεπε να θυμηθεί αυτό το μαγαζί. Έπρεπε, γιατί θα έμενε χωρίς δώρο,
και σε ποιον δεν αρέσει να βρίσκει αφορμές για να κάνει δώρο-έκπληξη στον εαυτό
του.
«όχι, όχι.. Α να! »
Πράγματι, λίγο πιο δίπλα
στεκόταν το κατάστημα που τόσο επίμονα ζητούσε.
Χαμογέλασε και πλησίασε
το ροδαλό πρόσωπο του στη βιτρίνα.
Στιγμιαία οι κόρες των
ματιών του αντανακλούσαν όλο το περιεχόμενο του μαγαζιού.
Χαλάρωσε το σφιχτό κασκόλ
στο λαιμό του ενώ περιεργαζόταν τα εκθέματα.
Ξάφνου, ένιωσε ένα
ζευγάρι μάτια να τον κοιτούν, μια παρουσία να τον ακολουθεί με το βλέμμα της.
Αδιαφόρησε.
«Ναι, ναι σίγουρα θα πάρω
αυτό. Το είχα δοκιμάσει και την προηγούμενη φορά οπότε…».
Έχωσε το δεξί χέρι μπροστά
στο στήθος του μέσα από το σακάκι και έβγαλε το πορτοφόλι.
Λίγο το σκάλισε.
«Είναι ακριβώς»
μονολόγησε.
Δεν πρόλαβε να κάνει
δεύτερη σκέψη και μια φιγούρα του τράβηξε το βλέμμα από το τζάμι του μαγαζιού.
Σαν καθρέφτης μαρτυρούσε
ό,τι συνέβαινε πίσω του.
Ένα μικρό κοριτσάκι. Και
μπροστά από αυτό ένας πάγκος με κάστανα. Η σχάρα καρβουνιασμένη από την
πυρωμένη φωτιά.
Γύρισε αντανακλαστικά το
βλέμμα του.
Ναι, είχε δίκιο.
Ήταν ακριβώς πίσω του.
Εκεί στη γωνιά του πεζοδρομίου με τον καπνό να περνάει μέσα από τα ξανθά μαλλιά
της και τον κόκκινο σκούφο της που τα σκέπαζε.
« Πολλά χρόνια
προσπαθούσα να μάθω που μένεις. Όλο κάτι στράβωνε. Βρήκα όμως την ευκαιρία»
Πλησίασε αποφασιστικά.
- Ζεστά κάσταναα, ζεστά.
Εδώω! Μουρμούριζαν τα μωβ, πλέον, ξεραμένα χείλη της στο κάτω μέρος του χλωμού
της προσώπου.
Της έριξε μια ματιά,
παρατηρώντας τα ρούχα της.
Δύο πάνινα παπούτσια που
βαστούσαν τα ψιλόλιγνα της πόδια, ένα μπαλωμένο κυπαρισσί παλτό με μεγάλα δυσανάλογα μανίκια και ένα πλεχτό
μπορντό κασκόλ που τύλιγε τον λεπτοκαμωμένο της λαιμό.
-
Καλησπέρα,
του είπε ευγενικά και με την λεπτή τσιμπίδα στην παλάμη της αναζωπύρωσε τα κάρβουνα, διώχνοντας την
αμηχανία της.
Αυτός δεν αποκρίθηκε.
Μόνο κοιτούσε το φτωχικό της σκούφο και τα πράσινα μάτια της που ξεπρόβαλαν
δειλά κάτω από τα φρύδια της.
Είχε ένα ώριμο και
ταυτόχρονα απαλό βλέμμα.
Η προσοχή του έπεσε στη
μικρή φουφού.
Είχαν μείνει μια χούφτα
κάστανα.
«βρήκα την ευκαιρία να
σου γράψω αυτό το μικρό γράμμα και να σου στείλω αυτό το μικρό δώρο για να σου
θυμίσω…»
-
ε
βάλ΄ τα μου όλα. Όλα.
Και έκανε την κίνηση για
να βγάλει το πορτοφόλι του.
Το κοίταξε πάλι από ψηλά
και είδε τα τελευταία χαρτονομίσματα που γέμιζαν τις σχισμές του.
Το κοριτσάκι έκανε πως
έψαχνε ένα σακούλι για να το γεμίσει με τα κάστανα μα στάθηκε στον κόρφο του
ξένου.
Παρατήρησε κρυφά τα χέρια
του και το περιεχόμενο αυτού που βαστούσε.
-
Κράτα
αυτά μικρή.
-
Μα,
μα…
Της χαμογέλασε και της
πήρε βιαστικά το σακούλι από το χέρι.
« να σου θυμίσω πως
μου έδειξες, έστω και με αυτή την απλή κίνηση το τί θα πει αγάπη. Σε είδα που
κοιτούσες τη βιτρίνα. Είδα τα λίγα, τελευταία λεφτά στο πορτοφόλι σου. Είδα με τι
χαμόγελο μου τα έδωσες. Και σε ευχαριστώ »
-
Μα
κύριε! Κύριε! Είναι πάρα πολλά αυτά. Είναι παραπάνω. Εγώ δεν … δεν»
Και σιώπησε. Δεν είχε
πλέον νόημα.
Ο άγνωστος πελάτης μόλις
είχε αφήσει όλα του τα χαρτονομίσματα στις μικρές της παλάμες και χάθηκε μέσα
στον λευκό αιθέρα.
«Μα αυτά είναι τόσο πολλά»
ψέλλισε και έσφιξε τα μάτια της για να ξεχωρίσει τη φιγούρα του.
Μάταια.
Η νιφάδες ήταν αρκετά
πυκνές για να τον φανερώσουν.
«Γιατί μου έδειξες τι
θα πει για λίγο να ξεχνάς τον εαυτό σου. Να βγαίνεις από αυτόν και να δίνεις
αυτό που έχεις, χωρίς να περιμένεις την επιστροφή. Χωρίς λύπηση. Ακούγεται
απλοϊκό ή σαν συνηθισμένη χριστουγεννιάτικη ιστορία. Δεν είναι…»
Έμπηξε με βιασύνη τα χαρτονομίσματα στην τσέπη της και άρχισε να τρέχει στη μέση του δρόμου. Έσπρωξε τους λίγους περαστικούς που βρήκε μπροστά της.
-
Ε
συγγνώμη, ναι με συγχωρείτε.
Έστριψε στο πρώτο στενό.
Στο δεύτερο.
Πέρασε δίπλα από το
καμπαναριό.
Κοντοστάθηκε στη μέση της
πλατείας.
Τα μάτια της γύριζαν
παντού μήπως και ξεχωρίσει κάτι.
Σταμάτησε απογοητευμένη.
Πήρε δυο κοφτές ανάσες.
Έβαλε το δεξί της χέρι
βαθιά στην τσέπη και έβγαλε ένα ξεχασμένο κάστανο.
Το κοίταξε.
Το ζέστανε λίγο στη
χούφτα της.
Χαμογέλασε.
Πλέον ήξερε.
«δεν είναι... Γιατί με
αυτή τη χούφτα κάστανα που αγόρασες, μαζί με τα πολύ περισσότερα λεφτά που μου έδωσες,
έβαλες και αυτό το κάτι άλλο που λείπει. Και είναι η θυσία. Η θυσία για έναν
άγνωστο.
Όμως τώρα πλέον, τι παράξενο, μου είσαι
γνωστός,
και αυτό το κάστανο που κρατάς τώρα στη χούφτα
σου, εύχομαι να σου θυμίζει το πώς γίνονται τα καλύτερα δώρα.
Με θυσία.
Και μια προσπάθεια για
ατόφια αγάπη »
Το άγνωστο κοριτσάκι που του έμαθες
να δίνει και να δίνεται.
Ο πατέρας, πλέον, τύλιξε
και πάλι ευλαβικά την πετσέτα και σκέπασε το κάστανο. Το βύθισε απαλά στην
τσέπη του.
Πλέον, ήξερε.
- Λήψη συνδέσμου
- X
- Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο
- Άλλες εφαρμογές
Δημοφιλείς αναρτήσεις
Στα πόσα "όταν" έρχεται η Ευτυχία ;
- Λήψη συνδέσμου
- X
- Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο
- Άλλες εφαρμογές
Μυστική υπόκλιση
- Λήψη συνδέσμου
- X
- Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο
- Άλλες εφαρμογές
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου