Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Επιλεγμένα

Στα πόσα "όταν" έρχεται η Ευτυχία ;

 

Αγαπ _

 




Το αφεντικό έσφιξε στο στήθος του τον υπάλληλο που ήταν ολοφάνερα η αφορμή για τα μυθικά εισοδήματα που λάμβανε μετά από χρόνια η εταιρεία. Τον κοίταξε στα μάτια και χτυπώντας τον περιπαιχτικά στον ώμο του είπε: “Είσαι φοβερός”...“Σ’ αγαπώ


Οι μετοχές στον χρηματιστηριακό πίνακα φαινόντουσαν να σκαρφαλώνουν όλο και ψηλότερα. Ο έκπληκτος επιχειρηματίας γύριζε χοροπηδώντας στους πλατείς διαδρόμους της εταιρείας και φώναζε σε όποιον υπάλληλο έβρισκε μπροστά του “Σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ

Οι τελικές κρίσιμες εξετάσεις ήδη εξελίσσονταν και ο μαθητής από το πίσω θρανίο “πέρασε” αθόρυβα ένα σκονάκι στον μπροστινό του. Αυτός το έπιασε με τις άκρες των δακτύλων του και του έκλεισε το μάτι, αφήνοντας τα χείλη του να ψελλίσουν ένα τσαχπίνικο “Πω...ε Σ’ αγαπώ”


Ο ξεχασμένος ζητιάνος στην εξίσου παραμελημένη γωνία του δρόμου άκουσε τον κρότο μερικών κερμάτων να πέφτουν ηχώντας στο μπαλωμένο αναποδογυρισμένο του καπέλου. Σήκωσε τα μάτια και μουρμούρισε ένα “Σ’ αγαπώ


Το αγοράκι που κράτησε σφιχτά στην παλάμη του το πολύχρωμο γυαλιστερό γλειφιτζούρι από τον περιπτερά είπε: “Σ’ αγαπώ


Το μικρό κοριτσάκι πήγε δειλά πίσω από το δέντρο της αυλής του δημοτικού σχολείου. Έσκυψε ντροπαλά στο αυτί του συμμαθητής της και με κόκκινα σχεδόν μάγουλα του ψιθύρισε:“Σ’ αγαπώ


Το νεαρό παλικάρι κάθισε στο παγκάκι απέναντι από το πορφυρό δειλινό δίπλα στην θάλασσα. Κοίταξε στα μάτια την διακριτική μορφή που στεκόταν δίπλα του. Χαμογέλασε και της είπε: Σ’ αγαπώκαθώς άπλωνε αργά το χέρι στην τσέπη για να βγάλει το βελούδινο, τετράγωνο κουτάκι.


Το εγγόνι έσφιγγε στην μικρή χούφτα του τα λίγα χαρτονομίσματα που μόλις είχε αποκτήσει. Τέντωσε τα χέρια του και αγκάλιασε την γιαγιά του, που πλέον γελούσε χαμηλόφωνα. Με το κεφάλι του να στηρίζεται στους ώμους της, της ψιθύρισε: “Σ’ αγαπώ


Δεν πέρασε όμως πολύς καιρός, ίσως και αμέσως μετά…


Το αφεντικό “ξέχασε” να δώσει αύξηση στον υπάλληλο 

Στον επιχειρηματία ξεθύμανε πολύ γρήγορα η χαρά

Ο μαθητής ήξερε πως υποκρίθηκε

Ο ζητιάνος το ξανα-μουρμούρισε μηχανικά σε πολλούς ακόμα

Το αγοράκι με το γλειφιτζούρι έφυγε

Το μικρό κοριτσάκι το μετάνιωσε

Το νέο παλικάρι έχασε τον ενθουσιασμό του

και το εγγόνι έτρεξε μακριά ξεχνώντας


Δεν πέρασε όμως πολύς καιρός, ίσως και αμέσως μετά…


Στο βάθος φάνηκε να ξεπροβάλει μια ξεχωριστή μορφή. Ίσως να ήταν επιχειρηματίας, αφεντικό, νεαρό παλικάρι ή και μαθητής, δεν έχει πολλή σημασία.


    Ο δρόμος του, φάνηκε να συναντά έναν αναγκεμένο που δεν φαινόταν μέσα στο πυκνό πλήθος των περαστικών. Του έδωσε κάτι. Μπορεί να ήταν ένα γλειφιτζούρι, μια αγκαλιά, λεφτά ίσως και να τον ακούμπησε απαλά στον ώμο, δεν έχει πολλή σημασία. Το σημαντικό όμως ήταν ότι μάλλον κόπιασε γιαυτό που του πρόσφερε. Και όταν του το έδωσε έκανε νεύμα στον κ. Εγώ που καθόταν καρτερικά παραδίπλα, για να σιωπήσει.


Και πόνεσε.

Γιατί όλα αυτά τα στερήθηκε.

Πόνεσε ακόμα για τον πολύτιμο χρόνο που έβλεπε να μετρά αντίστροφα όλες αυτές τις στιγμές.

Όμως αδιαφόρησε


Και πράγματι εκείνο το

Σ’ αγαπώπου συνόδευσε την πράξη του ήταν τόσο βαρύ, φάνηκε τόσο σημαντικό…


γιατί είχε κάτι το αγνό, προσωπικό και καθολικό. Είχε κόστος. Δεν ήταν ένα άδειο προσωρινό φτερούγισμα της καρδιάς. Ήταν ίσως το μόνο “Σ’ αγαπώ” που είχε μέσα του χειροπιαστή, έμπρακτη αγάπη. Είχε μια θυσιαστική κίνηση προς τον άλλον. Δεν ήταν μόνο μια λέξη που υποσχόταν κάτι στο μέλλον, άλλα το αποτέλεσμα μιας αξιέπαινης ζωής.


Ήταν το μόνο εγκάρδιο και ζωντανό  “Σε Αγαπώ”


Γιατί το ζούσε

και σκέψου πως ίσως δεν το είπε ποτέ

Ποτέ...


Μίλα μου ψιθυριστά,

αν μου μιλάς γι΄αγάπη


Γουίλιαμ Σαίξπηρ






Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις